παρεῖπον: Difference between revisions

6_5
(13_6a)
(6_5)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0512.png Seite 512]] aor. II. zu [[παράφημι]], bereden, beschwatzen, gew. mit dem Nebenbegriffe listiger Täuschung, τινά, Il. 1, 555. 6, 337, täuschen. – Mit dem accus. der Sache, Einem Etwas einreden, anrathen, αἴσιμα παρειπών, Il. 6, 62. 7, 121, u. ohne Casus, zureden, rathen, 11, 793. 15, 104; bei Aesch. Prom. 131, πατρῴας [[μόγις]] παρειποῦσα φρένας, überreden. – [Im partic. παρειπών ist α bei Hom. in der Vershebung lang.]
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0512.png Seite 512]] aor. II. zu [[παράφημι]], bereden, beschwatzen, gew. mit dem Nebenbegriffe listiger Täuschung, τινά, Il. 1, 555. 6, 337, täuschen. – Mit dem accus. der Sache, Einem Etwas einreden, anrathen, αἴσιμα παρειπών, Il. 6, 62. 7, 121, u. ohne Casus, zureden, rathen, 11, 793. 15, 104; bei Aesch. Prom. 131, πατρῴας [[μόγις]] παρειποῦσα φρένας, überreden. – [Im partic. παρειπών ist α bei Hom. in der Vershebung lang.]
}}
{{ls
|lstext='''παρεῖπον''': ἀόρ. β΄ [[ἄνευ]] ἐνεστ. ἐν χρήσει, ὡς ἐνεστὼς δὲ παραλαμβάνεται τὸ [[παράφημι]] ἢ παραγορεύω, [[καταπείθω]] διὰ πλαγίων μέσων, [[φέρω]] πρὸς τὸ [[μέρος]] μου, ὡς τὸ [[παραπείθω]], Ἰλ. Α. 555, Ζ. 337, Αἰσχύλ. Πρ. 130· εἰ .. θυμὸν ὀρίναις παρειπών, πείσας διὰ λόγων, Ἰλ. Λ. 792, πρβλ. Ο. 404· [[ἐντεῦθεν]], ἐξαπατῶ, [[δολιεύομαι]], Valck. Adon. σ. 356· ― [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ., [[παρέχω]] συμβουλήν, παραινῶ, [[συμβουλεύω]], αἴσιμα παρειπὼν Ἰλ. Ζ. 62, Η. 121. [Ἐν τῇ Ἴλ. ἡ πρώτη συλλαβὴ [[εἶναι]] μακρά, πᾱρειπών, πᾱρειποῦσα, [[ἐπειδὴ]] ὁ ἀρχικὸς [[τύπος]] ἦτο παρϝειπών· μόνον ἐν Α. 555, μή σε πᾰρείπῃ] ― Καθ᾿ Ἡσύχ.: «παρειπεῖν· παραμυθήσασθαι. παραινέσαι. παραπείσειν. παραλογίσασθαι».
}}
}}