δόκιμος: Difference between revisions

6_15
(13_6a)
(6_15)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0653.png Seite 653]] ον, annehmlich, was wie gute Münze angenommen wird; [[ἀργύριον]] Poll. 3, 86; Luc. Hermot. 68; übh. = erprobt, bewährt, tadellos; [[ὕμνος]] Pind. N. 3, 11; δοκιμώτατος Ελλάδι Eur. Suppl. 277; vgl. Aesch. Pers. 87. wo es dann in die Bdtg »angesehen« übergeht; Λυκοῦργος τῶν Σπαρτιητέων [[δόκιμος]] [[ἀνήρ]] Her. 1, 65; ἐν τοῖσι ἀστοῖσι δ. 3, 143; auch von Flüssen, ansehnlich, 7, 129; δόκιμοι ἄνδρες Plat. Rep. X, 618 a; u. so Sp., N. T. – Adv., καλὸς κἀγαθὸς δοκίμως [[γενέσθαι]], bewährt, Xen. Cyr. 1, 6, 7.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0653.png Seite 653]] ον, annehmlich, was wie gute Münze angenommen wird; [[ἀργύριον]] Poll. 3, 86; Luc. Hermot. 68; übh. = erprobt, bewährt, tadellos; [[ὕμνος]] Pind. N. 3, 11; δοκιμώτατος Ελλάδι Eur. Suppl. 277; vgl. Aesch. Pers. 87. wo es dann in die Bdtg »angesehen« übergeht; Λυκοῦργος τῶν Σπαρτιητέων [[δόκιμος]] [[ἀνήρ]] Her. 1, 65; ἐν τοῖσι ἀστοῖσι δ. 3, 143; auch von Flüssen, ansehnlich, 7, 129; δόκιμοι ἄνδρες Plat. Rep. X, 618 a; u. so Sp., N. T. – Adv., καλὸς κἀγαθὸς δοκίμως [[γενέσθαι]], bewährt, Xen. Cyr. 1, 6, 7.
}}
{{ls
|lstext='''δόκιμος''': -ον, ([[δέχομαι]]) δοκιμασθείς, ἐξετασθείς, [[κυρίως]] ἐπὶ μετάλλων, Δημ. 931. 3. ΙΙ. [[καθόλου]], 1) ἐπὶ προσώπων, ἀποδεκτὸς γενόμενος, [[ἔγκριτος]], τετιμημένος, Λατ. probus, Ἡρόδ. 1. 65, 96, 158, κτλ.· δ. [[παρά]] τινι ὁ αὐτ. 7. 117· δοκιμώτατος Ἑλλάδι, πλεῖστον τετιμημένος καί ἠγαπημένος ἐν Ἑλλάδι, Εὐρ. Ἱκέτ. 277· μετ’ ἀπαρεμφ., δεδοκιμασμένως ἱκανὸς νὰ πράξῃ τι… , [[δόκιμος]] δ’ [[οὔτις]]… εἴργειν Αἰσχύλ. Πέρσ. 87. 2) ἐπὶ πραγμάτων, [[ἐξαίρετος]], [[εὐάρεστος]], τό ἔαρ Ἡρόδ. 7. 162· [[ὡσαύτως]], [[μέγας]], [[ποταμός]], ὁ αὐτ. 7. 129· [[ὕμνος]] δόκιμός τινι, ἐπιδοκιμασθεὶς ὑπό τινος, [[εὐπρόσδεκτος]] εἴς τινα, Πίνδ. Ν. 3. 18. 3) ἐπίρρ. -μως, γνησίως, ἀληθῶς, Αἰσχύλ. Πέρσ. 547, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 7.
}}
}}