καταβολή: Difference between revisions

6_11
(13_7_1)
(6_11)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1340.png Seite 1340]] ἡ, 1) das Niederlegen, Gründen, Schaffen; ἀνθρώπων Plut. aqu. et ign. 2; κόσμου N. T. u. a. Sp.; καταβολὴν ποιεῖσθαι, den Grund legen, anfangen; übertr., τυραννίδος Pol. 13, 6, 2. Daher ἐκ καταβολῆς ναυπηγεῖν, neben ἐπισκευάζειν [[σκάφη]], von Grund aus neue Schiffe bauen, Pol. 1, 36, 8; D. Sic. 12, 32; ähnlich ἐκ καταβολῆς κατηγορεῖν Pol. 26, 1, 9; τῆς αὐτῆς καταβολῆς γεγονέναι, dieselbe Abstammung haben, Arr. Epict. 1, 13, 3. – 2) πυρετοῦ, Fieberanfall, Dem. 9, 29; ἡ κατ. τῆς ἀσθενείας Plat. Gorg. 519 a; Hipp. min. 372 e; Harpocr. führt diese Bdtg auf die folgde zurück. Auch eine Augenkrankheit, Plut. Timol. 37, gew. Katarakt genannt. Auch θεοῦ, göttliche Begeisterung, Poll. 1, 16. – 3) das Erlegen, Bezahlen, eine in bestimmten Terminen zu zahlende Geldsumme; τῶν τελῶν Dem. 24, 98; im Gesetz 37, 22 heißt es τὸ [[ἀργύριον]] ἔφερε καταβολὴν τῇ πόλει τοῦ μετάλλου, trug dem Staate eine bestimmte Abgabe; τὰς καταβολὰς καταβάλλειν εἰς τὸ [[βουλευτήριον]] κατὰ πρυτανείαν 59, 27
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1340.png Seite 1340]] ἡ, 1) das Niederlegen, Gründen, Schaffen; ἀνθρώπων Plut. aqu. et ign. 2; κόσμου N. T. u. a. Sp.; καταβολὴν ποιεῖσθαι, den Grund legen, anfangen; übertr., τυραννίδος Pol. 13, 6, 2. Daher ἐκ καταβολῆς ναυπηγεῖν, neben ἐπισκευάζειν [[σκάφη]], von Grund aus neue Schiffe bauen, Pol. 1, 36, 8; D. Sic. 12, 32; ähnlich ἐκ καταβολῆς κατηγορεῖν Pol. 26, 1, 9; τῆς αὐτῆς καταβολῆς γεγονέναι, dieselbe Abstammung haben, Arr. Epict. 1, 13, 3. – 2) πυρετοῦ, Fieberanfall, Dem. 9, 29; ἡ κατ. τῆς ἀσθενείας Plat. Gorg. 519 a; Hipp. min. 372 e; Harpocr. führt diese Bdtg auf die folgde zurück. Auch eine Augenkrankheit, Plut. Timol. 37, gew. Katarakt genannt. Auch θεοῦ, göttliche Begeisterung, Poll. 1, 16. – 3) das Erlegen, Bezahlen, eine in bestimmten Terminen zu zahlende Geldsumme; τῶν τελῶν Dem. 24, 98; im Gesetz 37, 22 heißt es τὸ [[ἀργύριον]] ἔφερε καταβολὴν τῇ πόλει τοῦ μετάλλου, trug dem Staate eine bestimmte Abgabe; τὰς καταβολὰς καταβάλλειν εἰς τὸ [[βουλευτήριον]] κατὰ πρυτανείαν 59, 27
}}
{{ls
|lstext='''καταβολή''': ἡ, τὸ [[ῥίψιμον]], [[κατάθεσις]], σπερμάτων Λουκ. Ἔρωτ. 19, Πρὸς Ἑβρ. Ἐπ. ια΄ 11. ΙΙ. μεταφ., 1) θεμέλιον, [[ἀρχή]], Πινδ. Ν. 2. 5· κ. ποιεῖσθαι τυραννίδος Πολύβ. 13. 6, 2· ἐκ καταβολῆς, ἐκ θεμελίων, ἐκ νέου, [[πάλιν]], Λατ. denuo, ὁ αὐτ. 1. 36, 8, κτλ.· πρὸ καταβολῆς κόσμου Ἐπιστ. π. Ἐφεσ. α΄, 4· τῆς αὐτῆς κ. γεγονέναι Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 13, 3. 2) πληρωμή, ἰδίως μερική, κατὰ διαλείμματα καταβαλλομένη, καταβάλλειν τὰς καταβολὰς Δημ. 1352. 22· τὸ [[ἀργύριον]] ὃ ἔφερε καταβολὴν τῇ πόλει, τὰ χρήματα ἃ ἔφερεν ὡς παρακαταθήκην ([[χάριν]] ἐγγυήσεως), Νόμ. παρὰ Δημ. 973. 4· πρβλ. [[καταβάλλω]] ΙΙ. 4. 3) ἡ κ. τῆς περιόδου, ἡ τακτικὴ [[περίοδος]], Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 14, 18. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[καταβολή]]· [[θυσία]], [[τελετή]]». ΙΙΙ. περιοδικὴ προσβολὴ ἀσθενείας, [[παροξυσμός]], Λατ. accessio, τῆς ἀσθενείας Πλάτ. Γοργ. 519Α, πρβλ. Ἱππ. Ἐλάττων 372Ε ([[ἔνθα]] [[κατηβολή]])· πυρετοῦ Δημ. 118. 20· [[ὡσαύτως]] [[καταρράκτης]] ἐν τῷ ὀφθαλμῷ, Πλουτ. Τιμολ. 37. 2) κ. θεοῦ, [[θεία]] [[ἔμπνευσις]], [[θεοπνευστία]], [[Πολυδ]]. Α΄, 16. ― Ἐπὶ τοῦ τύπου [[κατηβολή]], [[ὅστις]] ἀναφέρεται (μὲ τὴν σημασ. ΙΙΙ.) ἐκ τοῦ Ἱππ. ὑπὸ Γαλην., καὶ ἐκ τοῦ Εὐρ. (Ἀποσπ. 617) ὑπὸ Ἡσυχ., ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύν. 699.
}}
}}