3,274,306
edits
(6_8) |
m (Text replacement - "(?s)({{trml.*}}\n)({{.*}}$)" to "$2 $1") |
||
(49 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sygchysis | |Transliteration C=sygchysis | ||
|Beta Code=su/gxusis | |Beta Code=su/gxusis | ||
|Definition=εως, ἡ, (συγχέω) < | |Definition=-εως, ἡ, ([[συγχέω]])<br><span class="bld">A</span> [[mixture]], [[confusion]], [[confounding]], <b class="b3">ἡ τῶν ἄλλων</b> ([[varia lectio|v.l.]] [[ὅλων]]) <b class="b3"> σ.</b> Hp.''Epid.''6.3.1; of Babel, [[LXX]] ''Ge.'' 11.9; σύγχυσιν ποιήσασθαι Plb.30.22.7; <b class="b3">σύγχυσιν λαβεῖν</b> to [[be commingled]], Plu.2.990a; <b class="b3">σύγχυσις ὅρων</b> ib.122c; ς. [[litterula|litterularum]], Cic.''Att.''6.9.1; [[political confusion]], <b class="b3">σύγχυσις τῆς πολιτείας</b> ib.7.8.4, cf. Plb.14.5.8.<br><span class="bld">b</span> [[formation of a compound]], Chrysipp.Stoic.2.153, al.<br><span class="bld">2</span> [[confusion]], [[ruin]], βίου, δόμων, [[Euripides|E.]]''[[Andromache|Andr.]]'' 291 (lyr.), 959; σύγχυσις τοῦ κατὰ φύσιν ἡ [[νόσος]] Thphr.''CP''5.8.1; <b class="b3">σύγχυσις θανάτου μεγάλη</b> '[[indiscriminate]] [[mortality]]' [[LXX]] ''1 Ki.''5.6; σ. λήψεται Epicur. ''Fr.''300.<br><span class="bld">3</span> Gramm., of [[composition]], [[confusion]], [[indistinctness]], A.D.''Pron.''12.15, ''Synt.''24.18; opp. [[εὐκρίνεια]], Hermog.''Id.''1.4.<br><span class="bld">4</span> an [[injury]] to the [[eye]], [[synchysis]], Dsc.4.12, ''Eup.''1.33, Gal.14.776, Aët. 7.58.<br><span class="bld">II</span> of persons, [[confusion]], Luc.''Nigr.''35; <b class="b3">σύγχυσιν ἔχοντες</b> [[confounded]], E.''IA''1128; σύγχυσις ὀμματίων ''AP''5.129 (Maec.).<br><span class="bld">III</span> of contracts and the like, [[violation]], τῶν σπονδῶν Th.1.146, 5.26; σύγχυσις νόμων Isoc.4.114 (pl.); σύγχυσις ὁρκίων Plu.''Alc.''14; <b class="b3">τὴν τῶν ὅρκων καὶ σπονδῶν σύγχυσιν</b> Pl.''R.''379e.<br><span class="bld">2</span> [[confusion]], ''SIG''684.7 (Dyme, ii B.C.), ''Act.Ap.''19.29. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0972.png Seite 972]] εως, ἡ, Vermischung, Verwirrung, Vernichtung, Vereitlung; ὁρκίων [[σύγχυσις]] hieß die erste Hälfte des vierten Buchs der Ilias bei den Gramm., wegen Il. 4, 269; πικρὰ βίου, Eur. Andr. 291; δόμων, 960; ἐπὶ συγχύσει βιοτᾶς, I. A. 551, τῶν σπονδῶν, Thuc. 1, 146, Verletzung, wie Plat. Rep. II. 379 e, νόμων, neben στάσεις, Isocr. 4, 114; Verwirrung, neben [[ἴλιγγος]], Luc. Nigr. 35; νεῶν, Ep. ad. 492 (Plan. 300); καὶ [[ταραχή]], Pol. 14, 5, 8. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0972.png Seite 972]] εως, ἡ, [[Vermischung]], [[Verwirrung]], [[Vernichtung]], [[Vereitlung]]; ὁρκίων [[σύγχυσις]] hieß die erste Hälfte des vierten Buchs der Ilias bei den Gramm., wegen Il. 4, 269; πικρὰ βίου, Eur. Andr. 291; δόμων, 960; ἐπὶ συγχύσει βιοτᾶς, I. A. 551, τῶν σπονδῶν, Thuc. 1, 146, Verletzung, wie Plat. Rep. II. 379 e, νόμων, neben στάσεις, Isocr. 4, 114; ''Verwirrung'', neben [[ἴλιγγος]], Luc. Nigr. 35; νεῶν, Ep. ad. 492 (Plan. 300); καὶ [[ταραχή]], Pol. 14, 5, 8. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> [[confusion]], [[mélange]];<br /><b>2</b> [[bouleversement]], [[ruine]] ; violation de lois, de traités, de serments;<br /><b>3</b> [[trouble de l'esprit]], [[confusion]], [[stupeur]].<br />'''Étymologie:''' [[συγχέω]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=σύγχυσις -εως, ἡ, Att. ook [[ξύγχυσις]] [συγχέω] het door elkaar gooien, [[vermenging]], [[verwarring]]. [[het overhoop gooien]], [[verwoesting]], [[vernietiging]]. overdr. [[verwarring]], [[onrust]]:. σύγχυσιν ἔχοντες in verwarring Eur. IA 1128; ἐπλήσθη ἡ πόλις τῆς συγχύσεως de stad werd vervuld van verwarring NT Act. Ap. 19.29. m. b.t. verdragen en wetten etc. het omverwerpen, [[schending]], [[verbreking]]:. τὴν τῶν ὅρκων καὶ σπονδῶν σύγχυσιν de schending van eden en verdragen Plat. Resp. 379e. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σύγχῠσις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1</b> [[слияние]], [[смешение]] (''[[sc.]]'' τῶν χυμῶν Plut.);<br /><b class="num">2</b> [[стирание]], [[сглаживание]] ([[ὅρων]] Plut.);<br /><b class="num">3</b> [[разрушение]], [[уничтожение]] (δόμων Eur.; ''[[sc.]]'' κόσμου Plut.): σ. βίου Eur. гибель;<br /><b class="num">4</b> [[смущение]], [[смятение]] (ἐπλήσθη ἡ [[πόλις]] τῆς συγχύσεως NT): σύγχυσιν ἔχειν Eur. быть смущенным; σ. ὀμμάτων Eur. смущенный взгляд;<br /><b class="num">5</b> [[нарушение]] (τῶν σπονδῶν Thuc.; ὁρκίων Plut.). | |||
}} | |||
{{StrongGR | |||
|strgr=from [[συγχέω]]; [[commixture]], i.e. ([[figuratively]]) [[riotous]] [[disturbance]]: [[confusion]]. | |||
}} | |||
{{Thayer | |||
|txtha=συγχύσεως, ἡ ([[συγχέω]]) (from [[Euripides]], [[Thucydides]], [[Plato]] down), [[confusion]], [[disturbance]]: of [[riotous]] persons, 1 Samuel 5:11). | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σύγχῡσις:''' -εως, ἡ ([[συγχέω]]),<br /><b class="num">I.</b> ανάμειξη, [[ανακάτεμα]], [[σύγχυση]], [[ανακατωσούρα]], [[μπέρδεμα]], σε Ευρ.· <i>σύγχυσιν ἔχειν</i>, βρίσκομαι σε [[κατάσταση]] σύγχυσης, ταραχής, αναστάτωσης, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για συμβόλαια και συνθήκες, [[παραβίαση]], [[αθέτηση]], σε Θουκ. κ.λπ. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σύγχῠσις''': -εως, ἡ, ([[συγχέω]]) τὸ συγχέειν, [[σύμμιξις]], ἡ τῶν ὅλων σ. Ἱππ. 1174F· σ. ποιεῖσθαι Πολύβ. 30. 13, 7· σύγχυσιν λαβεῖν Πλούτ. 2. 990Α· σ. ὅρων [[αὐτόθι]] 122Β σ. literularum, Κικ. πρὸς Ἀττικ. 6. 9, 1· πολιτικὴ ταραχὴ καὶ [[ἀκαταστασία]], τῆς σ. πολιτείας [[αὐτόθι]] 7. 8, 4. 2) [[σύγχυσις]], [[ὄλεθρος]], [[καταστροφή]], βίου, δόμων Εὐρ. Ἀνδρ. 292, 959. 3) παρὰ τοῖς γραμμ., ἐπὶ ὕφους, [[σύγχυσις]], [[ἀσάφεια]]. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, [[ταραχή]], [[σύγχυσις]], Λουκ. Νιγρῖν. 35, πρβλ. Πολύβ. 14. 5, 8· σ. ἔχειν, συγχεῖσθαι, συνταράττεσθαι, Εὐρ. Ι. Α. 354, 1128. σ. ὀμματίων Ἀνθ. Π. 5. 130. ΙΙΙ. ἐπὶ συνθηκῶν καὶ τῶν ὁμοίων, [[παράβασις]], τῶν σπονδῶν Θουκ. 1. 146, 5. 46· νόμων Ἰσοκρ. 64C· σ. ὁρκίων Πλουτ. Ἀλκιβ. 14, ― ἐπιγραφὴ τοῦ πρώτου [[ἡμίσεος]] τοῦ Δ. τῆς Ἰλ., πρβλ. στίχ. 269, Πλάτ. Πολ. 379Ε. 2) διατάραξις, [[ὄλεθρος]], [[καταστροφή]], Συλλ. Ἐπιγρ. 1543. | |lstext='''σύγχῠσις''': -εως, ἡ, ([[συγχέω]]) τὸ συγχέειν, [[σύμμιξις]], ἡ τῶν ὅλων σ. Ἱππ. 1174F· σ. ποιεῖσθαι Πολύβ. 30. 13, 7· σύγχυσιν λαβεῖν Πλούτ. 2. 990Α· σ. ὅρων [[αὐτόθι]] 122Β σ. literularum, Κικ. πρὸς Ἀττικ. 6. 9, 1· πολιτικὴ ταραχὴ καὶ [[ἀκαταστασία]], τῆς σ. πολιτείας [[αὐτόθι]] 7. 8, 4. 2) [[σύγχυσις]], [[ὄλεθρος]], [[καταστροφή]], βίου, δόμων Εὐρ. Ἀνδρ. 292, 959. 3) παρὰ τοῖς γραμμ., ἐπὶ ὕφους, [[σύγχυσις]], [[ἀσάφεια]]. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, [[ταραχή]], [[σύγχυσις]], Λουκ. Νιγρῖν. 35, πρβλ. Πολύβ. 14. 5, 8· σ. ἔχειν, συγχεῖσθαι, συνταράττεσθαι, Εὐρ. Ι. Α. 354, 1128. σ. ὀμματίων Ἀνθ. Π. 5. 130. ΙΙΙ. ἐπὶ συνθηκῶν καὶ τῶν ὁμοίων, [[παράβασις]], τῶν σπονδῶν Θουκ. 1. 146, 5. 46· νόμων Ἰσοκρ. 64C· σ. ὁρκίων Πλουτ. Ἀλκιβ. 14, ― ἐπιγραφὴ τοῦ πρώτου [[ἡμίσεος]] τοῦ Δ. τῆς Ἰλ., πρβλ. στίχ. 269, Πλάτ. Πολ. 379Ε. 2) διατάραξις, [[ὄλεθρος]], [[καταστροφή]], Συλλ. Ἐπιγρ. 1543. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η / [[σύγχυσις]], -ύσεως. ΝΜΑ, και [[σύχυση]] Ν [[συγχέω]]<br /><b>1.</b> [[ανακάτεμα]], [[μπέρδεμα]] (α. «[[σύγχυση]] γλωσσῶν» β. «διαιρῶν τὴν καθ' ὁμωνυμίαν σύγχυσιν», <b>Ευστ.</b><br />γ. [για τον πύργο της Βαβέλ] «διὰ τοῦτο ἐκλήθη τὸ [[ὄνομα]] αὐτῆς Σύγχυσις, ὅτι ἐκεῖ συνέχεε [[κύριος]] τὰ χείλη πάσης τῆς γῆς», ΠΔ<br />δ. «σύγχυσιν ὅρων», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[διατάραξη]] της ψυχικής ηρεμίας και της πνευματικής γαλήνης, ψυχική [[ταραχή]]<br /><b>3.</b> [[ταραχή]], [[θόρυβος]] («καὶ ἐπλήσθη ἡ [[πόλις]] ὅλη τῆς συγχύσεως», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>4.</b> (σχετικά με λόγο) [[έλλειψη]] σαφήνειας, [[ασάφεια]], σε [[αντιδιαστολή]] με την [[ευκρίνεια]] («[[σύγχυση]] εννοιών»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(νομ.)</b> [[συσκοτισμός]] της διάνοιας ή της συνείδησης που αίρει ή ελαφρύνει τον καταλογισμό ευθυνών («διέπραξε το [[έγκλημα]] [[καθώς]] βρισκόταν σε πλήρη [[σύγχυση]]»)<br /><b>2.</b> <b>(νομ.)</b> η [[σύμπτωση]] στο ίδιο [[πρόσωπο]] τών ιδιοτήτων του δανειστή και του οφειλέτη<br /><b>3.</b> <b>(νομ.)</b> η [[ένωση]] κινητών πραγμάτων [[κατά]] τρόπο οριστικό και παράγωγο νέου πράγματος του οποίου τα ενωθέντα αποτελούν συστατικά, αλλ. [[σύμμιξη]]<br /><b>4.</b> [[ανάμιξη]] υγρών ή αεριωδών σωμάτων, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τη [[σύμμιξη]], [[δηλαδή]] την [[μίξη]] στερεών σωμάτων<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «διανοητική [[σύγχυση]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[σύνδρομο]] οξείας, [[συνήθως]] παροδικής, μορφής που χαρακτηρίζεται από [[διαταραχή]] τών ψυχικών λειτουργιών στο σύνολό τους και [[ιδίως]] του προσανατολισμού ως [[προς]] τον χώρο και τον χρόνο και της μνήμης σε ό,τι αφορά πρόσφατα γεγονότα, από έναν βαθμό αγχώδους αμηχανίας και από καταστάσεις ονειρισμού με οπτικές ψευδαισθήσεις<br />β) «[[σύγχυση]] ειρήνης»<br /><b>(νομ.)</b> [[διατάραξη]] της κοινής ησυχίας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δημιουργία]] μίγματος, [[σύμμιξη]], [[ιδίως]] υγρών («ἡ τῶν ἄλλων [[σύγχυσις]]», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> [[σχηματισμός]] ένωσης<br /><b>3.</b> [[ανατροπή]]<br /><b>4.</b> [[καταστροφή]], όλεθρος (α. «καὶ ἐγένετο [[σύγχυσις]] θανάτου... ἐν τῇ πόλει», ΠΔ<br />β. «ἐσομένην ἑώρων τοῦ κοινοῦ βίου σύγχυσιν», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>5.</b> [[πολιτική]] [[ταραχή]] και [[ακαταστασία]], [[στάση]] (α. «[[σύγχυσις]] πολιτείας», Κικ.<br />β. «τοιαύτης... συγχύσεως ἐπεχούσης τὰ πλήθη», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>6.</b> (σχετικά με [[συνθήκη]] ή [[συμφωνία]]) [[αναιρώ]], [[παραβιάζω]] ή [[ματαιώνω]] (α. «τὴν δὲ τῶν ὅρκων καὶ σπονδῶν σύγχυσιν», <b>Πλάτ.</b><br />β. «νόμων συγχύσεις καὶ πολιτειῶν μεταβολάς», Ισοκρ.). | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=σύγχῠσις, εως, [[συγχέω]]<br /><b class="num">I.</b> a commixture, [[confusion]], Eur.; ς. ἔχειν to be [[confounded]], Eur.<br /><b class="num">II.</b> of contracts and treaties, a [[violation]], Thuc., etc. | |||
}} | |||
{{Chinese | |||
|sngr='''原文音譯''':sÚgcusij 尋格-虛西士<br />'''詞類次數''':名詞(1)<br />'''原文字根''':共同-流(著)<br />'''字義溯源''':雜亂,混亂,擾亂,騷亂,轟動;源自([[συγχέω]] / [[συγχύνω]])=雜亂地摻合),由([[σύν]] / [[συνεπίσκοπος]])*=共同)與([[Χερούβ]])X*=灌注,流出)組成<br />'''出現次數''':總共(1);徒(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 混亂(1) 徒19:29 | |||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[confusion]], [[infringement]], [[transgression]], [[breach of peace]], [[confusion of face]] | |||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=(=[[ταραχή]], [[καταστροφή]]). Ἀπό τό [[συγχέω]] (=[[ἀνακατώνω]], [[καταστρέφω]], [[ταράζω]]) → σύν + [[χέω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. | |||
}} | |||
{{lxth | |||
|lthtxt=''[[confusio]]'', [[confusion]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.146.1/ 1.146.1], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:5.26.6/ 5.26.6]. | |||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[confusion]]=== | |||
Arabic: اِلْتِبَاس; Hijazi Arabic: لخبطة, حوسة, خربطة; Armenian: շփոթ; Assamese: খেলিমেলি, আউল; Bulgarian: объ́ркване, бъркотия; Catalan: confusió; Chinese Mandarin: 混亂/混乱; Czech: zmatek; Danish: forvirring, forvirrelse; Dutch: [[verwarring]], [[war]]; Esperanto: konfuzo; Finnish: sekaannus, epäselvyys, hämmennys; French: [[confusion]], [[désordre]]; German: [[Verwirrung]], [[Durcheinander]], [[Konfusion]], [[Verwechslung]]; Greek: [[σύγχυση]], [[μπέρδεμα]]; Ancient Greek: [[ἀδιαληψία]], [[ἀκαταστασία]], [[ἀκοσμία]], [[ἀκρισία]], [[ἀλαλία]], [[ἀλλοδοξία]], [[ἀλογία]], [[ἀλογίη]], [[ἀνακύκλησις]], [[ἀναστροφή]], [[ἀναφυρμός]], [[ἀνάχυσις]], [[ἀντεμπλοκή]], [[ἄνω ποταμῶν]], [[ἀσάφεια]], [[ἀσυστασία]], [[ἀταξία]], [[ἀταξίη]], [[Βαβέλ]], [[διασκορπισμός]], [[διαστροφή]], [[διατροπή]], [[δίνη]], [[δυσωπία]], [[ἐκβρασμός]], [[ἔκπληξις]], [[ἐξαπόρησις]], [[ἐπάλλαξις]], [[ἐπιπλοκή]], [[ἐπιτάραξις]], [[θόρυβος]], [[καταφθορά]], [[κλόνος]], [[κυκηθμός]], [[ξύγχυσις]], [[ὄμιλλος]], [[ὅμιλος]], [[πολυμιγία]], [[ῥόθος]], [[σύγχυσις]], [[σύμφυρσις]], [[τάραγμα]], [[ταραγμός]], [[τάραξις]], [[ταραχή]], [[τύρβα]], [[τύρβασμα]], [[τύρβη]], [[φυρμός]]; Hebrew: בִּלְבּוּל; Hindi: गड़बड़; Hungarian: zavar, összevisszaság; Icelandic: ruglingur, brengl; Italian: [[confusione]], [[disordine]]; Japanese: 混乱; Khmer: ល្បែ; Korean: 혼란(混亂); Ladino: embroyo, dubarina, enredijo, mareo, taburra; Latin: [[tumultus]]; Malay: kekeliruan; Maori: matangerengere, kaumingomingo, pōkaikaha; Polish: zamieszanie, chaos; Portuguese: [[confusão]]; Romanian: confuzie; Russian: [[путаница]], [[неразбериха]], [[беспорядок]]; Slovak: zmätok, chaos; Spanish: [[confusión]]; Telugu: తడబాటు; Tocharian B: traike; Ushojo: وار خطئ | |||
}} | }} |