ἀγενεαλόγητος: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_17)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀγενεᾱλόγητος''': -ον, ὁ [[ἄνευ]] γενεαλογίας, οὗ ἡ σειρὰ τῆς γενεαλογίας ἀγνοεῖται, πρβλ. [[ἀπάτωρ]], [[ἀμήτωρ]]. Πρὸς Ἑβρ. ζϳ. 3.
|lstext='''ἀγενεᾱλόγητος''': -ον, ὁ [[ἄνευ]] γενεαλογίας, οὗ ἡ σειρὰ τῆς γενεαλογίας ἀγνοεῖται, πρβλ. [[ἀπάτωρ]], [[ἀμήτωρ]]. Πρὸς Ἑβρ. ζϳ. 3.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />sans généalogie connue, sans descendance connue.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[γενεαλογέω]].
}}
}}