ἄγευστος: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_15)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄγευστος''': -ον, (γεύομαι) ἐνεργ., ὁ μὴ γευόμενος, ὁ [[ἄνευ]] γεύσεως πράγματός τινος, ἀπεχόμενος, νηστεύων, πλακοῦντος, Πλάτ. Κωμ. ἐν «Ποιητῇ», 1, ἰσχύων, Λουκ. Κρον. 28· μεταφ., οἶσι κακῶν [[ἄγευστος]] αἰών, Σοφ. Ἀντ. 583, ἐλευθερίας ἄγ., Πλάτ. Πολ. 576Α, τῶν τερπνῶν, Ξεν. Ἀπομ. 2. 1. 23, τοῦ καλοῦ, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 10 (9), 4: - ἀπολ., [[ἀνάριστος]], [[νηστικός]], ἄποτοι και ἄγ., Λουκ. Τίμ. 18. ΙΙ. παθ., ὁ [[ἄνευ]] γεύσεως, ὁ μὴ ὢν [[γευστός]], Ἀριστ. π. Ψυχ. 2. 10. 3. 2) ὃν δὲν ἐγεύθη τις, Πλούτ. 2. 731D, κτλ.
|lstext='''ἄγευστος''': -ον, (γεύομαι) ἐνεργ., ὁ μὴ γευόμενος, ὁ [[ἄνευ]] γεύσεως πράγματός τινος, ἀπεχόμενος, νηστεύων, πλακοῦντος, Πλάτ. Κωμ. ἐν «Ποιητῇ», 1, ἰσχύων, Λουκ. Κρον. 28· μεταφ., οἶσι κακῶν [[ἄγευστος]] αἰών, Σοφ. Ἀντ. 583, ἐλευθερίας ἄγ., Πλάτ. Πολ. 576Α, τῶν τερπνῶν, Ξεν. Ἀπομ. 2. 1. 23, τοῦ καλοῦ, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 10 (9), 4: - ἀπολ., [[ἀνάριστος]], [[νηστικός]], ἄποτοι και ἄγ., Λουκ. Τίμ. 18. ΙΙ. παθ., ὁ [[ἄνευ]] γεύσεως, ὁ μὴ ὢν [[γευστός]], Ἀριστ. π. Ψυχ. 2. 10. 3. 2) ὃν δὲν ἐγεύθη τις, Πλούτ. 2. 731D, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>I.</b> dont on n’a pas goûté, dont on ne goûte pas;<br /><b>II. 1</b> qui n’a pas goûté <i>ou</i> ne goûte pas de, gén.;<br /><b>2</b> qui n’a goûté de rien, à jeun.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[γεύω]].
}}
}}