ἀπαιτέω: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_13b)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπαιτέω''': μέλλ. -ήσω: - ἀπαιτῶ, ἀπαιτῶ νά μοι ἐπιστραφῇ τι, ἰδίως ἐπὶ πραγμάτων, εἰλημμένων διὰ τῆς βίας, ἢ δικαίως ἀνηκόντων ἐμοί, Ἡρόδ. 1. 2, 3, Ἀνδοκ. 22. 29· τὸ [[μισθάριον]] γὰρ… ἂν ἀπαιτῇς Δίφιλ. ἐν «Ζωγράφῳ» 2. 34: - ἀπ. τινά τι, ἀπαιτῶ τι [[παρά]] τινος, Ἡρόδ. 8. 122, Εὐρ. Ἑλ. 963, Ἀριστοφ. Ὄρν. 554· [[ὡσαύτως]], ἀπ. ὅπλα τοῦ πατρὸς Σοφ. Φ. 362· [[χάριν]] ἀπ. τινα Πλάτ. Φαῖδρ. 241Α, Δημ., κτλ.· τι [[παρά]] τινος Ἀριστ. Περὶ ψυχ. 1. 4, 6· [[ὡσαύτως]], ἀπ. δίκην ἔκ τινος Αἰσχύλ. Χο. 398· λόγον ἀπ. τινα [[περί]] τινος Πλάτ. Πολ. 599Β· ὑπέρ τινος [[αὐτόθι]] 612D· ἀπ. ὑπόσχεσιν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 1, 4· μετ’ ἀπαρ. ἀπ. τινα ποιεῖν τι Εὐρ. Ἱκ. 385. ΙΙ. παθ., ἐπὶ πραγμάτων, ἀπαιτοῦμαι, ἅμα δὲ ἐπίεζέ μιν ἡ [[δαπάνη]] τῆς στρατιῆς ἀπαιτεομένη Ἡρόδ. 5. 35. 2) ἐπὶ προσώπων, τὸ δ’ ἐμὲ μὲν μηδ’ ὑφ’ ἑνὸς ἀπαιτεῖσθαι εὐεργεσίαν Ξεν. Ἀπολ. 17· ἀπ. τὸ [[τέλος]] Συλλ. Ἐπιγρ.1988. 8: ὑποχωρῶ, ἐνδίδω εἰς ἀπαίτησιν, οὐκ ἀπαιτούμεθα, «οὐ χρεωστοῦμεν» (Σχόλ.), εἰς ἀπάντησιν πρὸς τὸ ἀπαιτῶ σκῆπτρα, Εὐρ. Φοίν. 602.
|lstext='''ἀπαιτέω''': μέλλ. -ήσω: - ἀπαιτῶ, ἀπαιτῶ νά μοι ἐπιστραφῇ τι, ἰδίως ἐπὶ πραγμάτων, εἰλημμένων διὰ τῆς βίας, ἢ δικαίως ἀνηκόντων ἐμοί, Ἡρόδ. 1. 2, 3, Ἀνδοκ. 22. 29· τὸ [[μισθάριον]] γὰρ… ἂν ἀπαιτῇς Δίφιλ. ἐν «Ζωγράφῳ» 2. 34: - ἀπ. τινά τι, ἀπαιτῶ τι [[παρά]] τινος, Ἡρόδ. 8. 122, Εὐρ. Ἑλ. 963, Ἀριστοφ. Ὄρν. 554· [[ὡσαύτως]], ἀπ. ὅπλα τοῦ πατρὸς Σοφ. Φ. 362· [[χάριν]] ἀπ. τινα Πλάτ. Φαῖδρ. 241Α, Δημ., κτλ.· τι [[παρά]] τινος Ἀριστ. Περὶ ψυχ. 1. 4, 6· [[ὡσαύτως]], ἀπ. δίκην ἔκ τινος Αἰσχύλ. Χο. 398· λόγον ἀπ. τινα [[περί]] τινος Πλάτ. Πολ. 599Β· ὑπέρ τινος [[αὐτόθι]] 612D· ἀπ. ὑπόσχεσιν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 1, 4· μετ’ ἀπαρ. ἀπ. τινα ποιεῖν τι Εὐρ. Ἱκ. 385. ΙΙ. παθ., ἐπὶ πραγμάτων, ἀπαιτοῦμαι, ἅμα δὲ ἐπίεζέ μιν ἡ [[δαπάνη]] τῆς στρατιῆς ἀπαιτεομένη Ἡρόδ. 5. 35. 2) ἐπὶ προσώπων, τὸ δ’ ἐμὲ μὲν μηδ’ ὑφ’ ἑνὸς ἀπαιτεῖσθαι εὐεργεσίαν Ξεν. Ἀπολ. 17· ἀπ. τὸ [[τέλος]] Συλλ. Ἐπιγρ.1988. 8: ὑποχωρῶ, ἐνδίδω εἰς ἀπαίτησιν, οὐκ ἀπαιτούμεθα, «οὐ χρεωστοῦμεν» (Σχόλ.), εἰς ἀπάντησιν πρὸς τὸ ἀπαιτῶ σκῆπτρα, Εὐρ. Φοίν. 602.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>impf.</i> [[ἀπῄτουν]], <i>f.</i> ἀπαιτήσω, <i>pf.</i> ἀπῄτηκα;<br /><b>1</b> redemander, acc.;<br /><b>2</b> demander une chose à laquelle on a droit : ἀπ. [[δίκην]] ἔκ τινος ESCHL demander justice à qqn ; ἀπ. τινά [[τι]] réclamer qch à qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[αἰτέω]].
}}
}}