φρέαρ: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_21)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φρέαρ''': τό, γενικ. φρέᾱτος, (ἴδε ἐν τέλει), συνῃρ. φρητὸς (κατὰ τὸν Χοιροβοσκ. παρὰ τῷ Μεγ. Ἐτυμ. 800. 10)˙ Ἐπικ. πληθ. φρείᾰτα. Πηγὴ ὕδατος τεχνικὴ (διακρινόμενη κατὰ τοῦτο τῆς κρήνης, πρβλ. Δημ. 186. 16), πᾶσαι κρῆναι καὶ φρείατα μακρὰ νάουσιν Ἰλ. Φ. 197 ὁ κοινὸς [[τύπος]] πρῶτον ἐν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 99, Ἡρόδ. 6. 119). 2) μεθ’ Ὅμηρον ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «πηγάδι», Λατ. puteus, Ἡρόδ. 1. 68., 4. 120, Θουκ. 2. 48, 49˙ εἰς φρ. καταβαίνειν καὶ κολυμβᾶν Πλάτ. Λάχ. 193C, πρβλ. Πρωτ. 350Α˙ φρ. ὀρύσσειν Σέξτ. Ἐμπειρ. π. Μ. 8. 120˙ ποιητὰ φρ., ἴδε ποιητὸς Ι˙ ― [[καθόλου]], [[βόθρος]], [[ὄρυγμα]], Ἑβδ. (Ψαλμ. ΝΔϳ, 24)˙ ― [[ἀγγεῖον]] ἐλαίου, Ἀριστοφ. Πλ. 810. 3). μεταφορ, εἰς φρέατά τε καὶ πᾶσαν ἀπορίαν εἰσπίπτειν Πλάτ. Θεαίτ. 174C· ἐν φρέατι συνεχόμενος [[αὐτόθι]] 165Β˙ ἡ περὶ τὸ [[φρέαρ]] [[ὄρχησις]], [[παροιμία]] ἐπὶ ἀνθρώπων εὑρισκομένων εἰς τὸ [[χεῖλος]] τοῦ ὀλέθρου, Πλούτ. 2. 68Α˙ πίνειν ἐξ ἀργυροῦ φρέατος, [[παροιμία]] ἐπὶ ἀνθρώπου πολυπότου, Ἀθήν. 192Α, 461C. (Πρβλ. Γοτθ. brunna, Ἀρχ. Γερμ. brunno, Γερμ. brunnen, Ἀρχ. Ἀγγλ. burn, bourne)˙ [[ἴσως]] (ὡς νομίζει ὁ Grimm) συγγενὲς τῷ fervere (brennen)˙ ἴδε Κούρτ. ἀρ. 415). [Ἀττικ. γεν. φρέᾱτος. Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1004, ἐν «Εἰρήνῃ δευτέρᾳ» 3 (Meineke), Στράττις ἐν «Ψυχασταῖς» 1, Ἄλεξις ἐν «Παρασίτῳ» 2, [[Ἀπολλόδωρος]] ὁ Γελῷος ἐν «Ἀπολειπούσῃ» 1˙ οὕτω φρεᾱτιαῖος˙ πρβλ. [[κέρας]]].
|lstext='''φρέαρ''': τό, γενικ. φρέᾱτος, (ἴδε ἐν τέλει), συνῃρ. φρητὸς (κατὰ τὸν Χοιροβοσκ. παρὰ τῷ Μεγ. Ἐτυμ. 800. 10)˙ Ἐπικ. πληθ. φρείᾰτα. Πηγὴ ὕδατος τεχνικὴ (διακρινόμενη κατὰ τοῦτο τῆς κρήνης, πρβλ. Δημ. 186. 16), πᾶσαι κρῆναι καὶ φρείατα μακρὰ νάουσιν Ἰλ. Φ. 197 ὁ κοινὸς [[τύπος]] πρῶτον ἐν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 99, Ἡρόδ. 6. 119). 2) μεθ’ Ὅμηρον ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «πηγάδι», Λατ. puteus, Ἡρόδ. 1. 68., 4. 120, Θουκ. 2. 48, 49˙ εἰς φρ. καταβαίνειν καὶ κολυμβᾶν Πλάτ. Λάχ. 193C, πρβλ. Πρωτ. 350Α˙ φρ. ὀρύσσειν Σέξτ. Ἐμπειρ. π. Μ. 8. 120˙ ποιητὰ φρ., ἴδε ποιητὸς Ι˙ ― [[καθόλου]], [[βόθρος]], [[ὄρυγμα]], Ἑβδ. (Ψαλμ. ΝΔϳ, 24)˙ ― [[ἀγγεῖον]] ἐλαίου, Ἀριστοφ. Πλ. 810. 3). μεταφορ, εἰς φρέατά τε καὶ πᾶσαν ἀπορίαν εἰσπίπτειν Πλάτ. Θεαίτ. 174C· ἐν φρέατι συνεχόμενος [[αὐτόθι]] 165Β˙ ἡ περὶ τὸ [[φρέαρ]] [[ὄρχησις]], [[παροιμία]] ἐπὶ ἀνθρώπων εὑρισκομένων εἰς τὸ [[χεῖλος]] τοῦ ὀλέθρου, Πλούτ. 2. 68Α˙ πίνειν ἐξ ἀργυροῦ φρέατος, [[παροιμία]] ἐπὶ ἀνθρώπου πολυπότου, Ἀθήν. 192Α, 461C. (Πρβλ. Γοτθ. brunna, Ἀρχ. Γερμ. brunno, Γερμ. brunnen, Ἀρχ. Ἀγγλ. burn, bourne)˙ [[ἴσως]] (ὡς νομίζει ὁ Grimm) συγγενὲς τῷ fervere (brennen)˙ ἴδε Κούρτ. ἀρ. 415). [Ἀττικ. γεν. φρέᾱτος. Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1004, ἐν «Εἰρήνῃ δευτέρᾳ» 3 (Meineke), Στράττις ἐν «Ψυχασταῖς» 1, Ἄλεξις ἐν «Παρασίτῳ» 2, [[Ἀπολλόδωρος]] ὁ Γελῷος ἐν «Ἀπολειπούσῃ» 1˙ οὕτω φρεᾱτιαῖος˙ πρβλ. [[κέρας]]].
}}
{{bailly
|btext=φρέατος (τό) :<br /><b>I.</b> puits : <i>◊ prov.</i> ἡ περὶ τὸ [[φρέαρ]] [[ὄρχησις]] PLUT la danse autour du puits <i>en parl. de <i>pers.</i> qui ne voient pas le danger</i>;<br /><b>II.</b> <i>p. anal.</i><br /><b>1</b> citerne, réservoir d’eau;<br /><b>2</b> cuve pour l’huile nouvelle.<br />'''Étymologie:''' p. *φρέϜαρ &gt; *φρύαρ, de *Ϝρύω, c. [[ἐρύω]], puiser.
}}
}}