κανηφορία: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_11)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κᾰνηφορία''': ἡ, τὸ φέρειν τὸ ἱερὸν [[κάνιστρον]], [[ὅπερ]] ἦν [[ἔργον]] τῶν κανηφόρων, Πλάτ. Ἵππαρχ. 229C.
|lstext='''κᾰνηφορία''': ἡ, τὸ φέρειν τὸ ἱερὸν [[κάνιστρον]], [[ὅπερ]] ἦν [[ἔργον]] τῶν κανηφόρων, Πλάτ. Ἵππαρχ. 229C.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> action de porter (sur sa tête) les corbeilles sacrées;<br /><b>2</b> charge de [[κανηφόρος]].<br />'''Étymologie:''' [[κανηφόρος]].
}}
}}