ἀνεύθετος: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_18)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνεύθετος''': -ον, ὁ μὴ [[εὔθετος]], [[ἀκατάλληλος]], ἀνευθέτου δὲ τοῦ λιμένος ὑπάρχοντος πρὸς παραχειμασίαν Πράξ. Ἀποστ. κζ΄, 12.
|lstext='''ἀνεύθετος''': -ον, ὁ μὴ [[εὔθετος]], [[ἀκατάλληλος]], ἀνευθέτου δὲ τοῦ λιμένος ὑπάρχοντος πρὸς παραχειμασίαν Πράξ. Ἀποστ. κζ΄, 12.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />mal situé, peu convenable.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[εὔθετος]].
}}
}}