βλέμμα: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_21)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''βλέμμα''': τό, ([[βλέπω]]) = κύτταγμα, «ματιά», Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 306. Ἀριστοφ. Πλ. 1022, Δημ., κτλ.· αὐτὸς ὁ [[ὀφθαλμός]], Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 238. Ἀντιφ. ἐν Ἀδήλ. 12.
|lstext='''βλέμμα''': τό, ([[βλέπω]]) = κύτταγμα, «ματιά», Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 306. Ἀριστοφ. Πλ. 1022, Δημ., κτλ.· αὐτὸς ὁ [[ὀφθαλμός]], Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 238. Ἀντιφ. ἐν Ἀδήλ. 12.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />regard.<br />'''Étymologie:''' [[βλέπω]].
}}
}}