καθαιμακτός: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_17)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καθαιμακτός''': -όν, καθῃμαγμένος, κεκηλιδωμένος αἵματι, [[αἱματηρός]], τὸν Ἑλένας φόνον καθαιμακτὸν Εὐρ. Ὀρ. 1358.
|lstext='''καθαιμακτός''': -όν, καθῃμαγμένος, κεκηλιδωμένος αἵματι, [[αἱματηρός]], τὸν Ἑλένας φόνον καθαιμακτὸν Εὐρ. Ὀρ. 1358.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />ensanglanté.<br />'''Étymologie:''' [[καθαιμάσσω]].
}}
}}