ἔμψυχος: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_17)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔμψῡχος''': -ον, ἔχων ἐν ἑαυτῷ ψυχήν, δηλ. ζωήν, ζῶν, Λατ. animatus, animosus, ἀντίθετον τῷ [[ἄψυχος]], Ἡρόδ. 1. 140 κ. ἀλλ., Σιμωνίδ. 111, Σοφ. Ο. Κ. 1486, Ἀντ. 1167, Εὐρ. Ἄλκ. 140· πρβλ. Πλάτ. Φαῖδρ. 245Ε, κ. ἀλλ.· μὴ κτείνειν τὸ ἔμψυχον, ἐκ τοῦ Ἐμπεδοκλέους, Ἀριστ. Ρητ. 1. 13, 2· ἔμψυχον οὐδὲν ἐσθίει Ἄλεξις ἐν «Ἀτθίδι» 1· πρβλ. τὸν αὐτ. ἐν «Ταραντίνοις» 1. 6: ― ὑπερθ. ὅσα ἐμψυχότατα... ἦν Πλάτ. Τίμ. 74Ε. 2) ἐπὶ λόγου, [[ζωηρός]], [[σθεναρός]], λέξεις Ἀριστ. Ἀποσπ. 129, πρβλ. Λουκ. Δημοσθ. Ἐγκώμ. 14· [[οὕτως]], ἔμψ. [[ἄγαλμα]] Ἀνθ. Π. 12. 56· [[πάθη]] Λογγῖν. 34. 4: ― Ἐπίρρ. -ως, Πλούτ. 2. 790F. ΙΙ. ὁ ἐνέχων [[ψῦχος]], [[ψυχρός]], Δημόκρ. παρὰ Θεοφρ. π. Αἰσθ. 53 (ἂν καὶ δυνάμεθα νὰ ἀναγνώσωμεν εὐψυχότερος ἐκ τοῦ π. Φυτ. Αἰτ. 5. 14, 1). Ὁ Wimmer ἔχει ἐμψυχρότερος.
|lstext='''ἔμψῡχος''': -ον, ἔχων ἐν ἑαυτῷ ψυχήν, δηλ. ζωήν, ζῶν, Λατ. animatus, animosus, ἀντίθετον τῷ [[ἄψυχος]], Ἡρόδ. 1. 140 κ. ἀλλ., Σιμωνίδ. 111, Σοφ. Ο. Κ. 1486, Ἀντ. 1167, Εὐρ. Ἄλκ. 140· πρβλ. Πλάτ. Φαῖδρ. 245Ε, κ. ἀλλ.· μὴ κτείνειν τὸ ἔμψυχον, ἐκ τοῦ Ἐμπεδοκλέους, Ἀριστ. Ρητ. 1. 13, 2· ἔμψυχον οὐδὲν ἐσθίει Ἄλεξις ἐν «Ἀτθίδι» 1· πρβλ. τὸν αὐτ. ἐν «Ταραντίνοις» 1. 6: ― ὑπερθ. ὅσα ἐμψυχότατα... ἦν Πλάτ. Τίμ. 74Ε. 2) ἐπὶ λόγου, [[ζωηρός]], [[σθεναρός]], λέξεις Ἀριστ. Ἀποσπ. 129, πρβλ. Λουκ. Δημοσθ. Ἐγκώμ. 14· [[οὕτως]], ἔμψ. [[ἄγαλμα]] Ἀνθ. Π. 12. 56· [[πάθη]] Λογγῖν. 34. 4: ― Ἐπίρρ. -ως, Πλούτ. 2. 790F. ΙΙ. ὁ ἐνέχων [[ψῦχος]], [[ψυχρός]], Δημόκρ. παρὰ Θεοφρ. π. Αἰσθ. 53 (ἂν καὶ δυνάμεθα νὰ ἀναγνώσωμεν εὐψυχότερος ἐκ τοῦ π. Φυτ. Αἰτ. 5. 14, 1). Ὁ Wimmer ἔχει ἐμψυχρότερος.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui a le souffle en soi, qui respire, animé, vivant.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[ψυχή]].
}}
}}