λίγδος: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_14)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λίγδος''': ὁ, = [[θυεία]], [[ἰγδίον]], «γουδί», Νικ. Θ. 589, 618, ἴδε Σοφ. Ἀποσπ. 33, καὶ [[ἴγδις]]. ΙΙ. [[τύπος]] ἐκ πηλοῦ, [[χοάνη]], [[Πολυδ]]. Ι΄, 189. Αἴλ. Διον. παρ’ Εὐστ. 1926. 52. ΙΙΙ. στάκτη, «ἀλυσίβα ἢ κατασταλαγὴ» ἐν χρήσει ἀντὶ σάπωνος, Λατ. lixivium, Εὐστ. [[αὐτόθι]], πρβλ. 1229. 27˙ παρ’ Ἡσυχ. [[λίγδα]], ἡ, [[ὅπερ]] ἴδε.
|lstext='''λίγδος''': ὁ, = [[θυεία]], [[ἰγδίον]], «γουδί», Νικ. Θ. 589, 618, ἴδε Σοφ. Ἀποσπ. 33, καὶ [[ἴγδις]]. ΙΙ. [[τύπος]] ἐκ πηλοῦ, [[χοάνη]], [[Πολυδ]]. Ι΄, 189. Αἴλ. Διον. παρ’ Εὐστ. 1926. 52. ΙΙΙ. στάκτη, «ἀλυσίβα ἢ κατασταλαγὴ» ἐν χρήσει ἀντὶ σάπωνος, Λατ. lixivium, Εὐστ. [[αὐτόθι]], πρβλ. 1229. 27˙ παρ’ Ἡσυχ. [[λίγδα]], ἡ, [[ὅπερ]] ἴδε.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />mortier à piler.<br />'''Étymologie:''' [[λίζω]].
}}
}}