ἐπίδικος: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_15)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπίδῐκος''': ον ([[δίκη]]) ἀμφισβητούμενος ἐνώπιον τοῦ νόμου, δυνάμενος νὰ [[εἶναι]] ὡς [[ὑπόθεσις]] δίκης (πρβλ. [[ἀνεπίδικος]]), ἐπ. ἐστι ὁ [[κλῆρος]] Ἰσαῖος 38. 12, πρβλ.42. 17., 84. 24:― [[ἐπίδικος]], ἡ, [[κληρονόμος]], ἣν οἱ πλησιέστατοι τῶν συγγενῶν ἀπαιτοῦσιν εἰς γάμον, ὁ αὐτ. 44. 25 κἑξ.· ἐπ. ἐπὶ ἅπαντι τῷ κλήρῳ ὁ αὐτ. 45. 23· πρβλ. [[ἐπίκληρος]]. 2) [[καθόλου]], ὑποκείμενος εἰς δικαστικὴν ἀπόφασιν, [[δίδωμι]] ἐμαυτὸν ἐπίδικον τοῖς δημόταις, [[παραδίδω]] ἐμαυτὸν εἰς τὴν ἀπόφασιν τοῦ λαοῦ, Διον. Ἁλ. 7. 58· διαφιλονικούμενος, [[πρός]] τινα Πλουτ. Κλεομέν. 4· ἐπ. [[νίκη]], ἀμφισβητούμενη [[νίκη]], ὁ αὐτ. ἐν Φαβ. 3.
|lstext='''ἐπίδῐκος''': ον ([[δίκη]]) ἀμφισβητούμενος ἐνώπιον τοῦ νόμου, δυνάμενος νὰ [[εἶναι]] ὡς [[ὑπόθεσις]] δίκης (πρβλ. [[ἀνεπίδικος]]), ἐπ. ἐστι ὁ [[κλῆρος]] Ἰσαῖος 38. 12, πρβλ.42. 17., 84. 24:― [[ἐπίδικος]], ἡ, [[κληρονόμος]], ἣν οἱ πλησιέστατοι τῶν συγγενῶν ἀπαιτοῦσιν εἰς γάμον, ὁ αὐτ. 44. 25 κἑξ.· ἐπ. ἐπὶ ἅπαντι τῷ κλήρῳ ὁ αὐτ. 45. 23· πρβλ. [[ἐπίκληρος]]. 2) [[καθόλου]], ὑποκείμενος εἰς δικαστικὴν ἀπόφασιν, [[δίδωμι]] ἐμαυτὸν ἐπίδικον τοῖς δημόταις, [[παραδίδω]] ἐμαυτὸν εἰς τὴν ἀπόφασιν τοῦ λαοῦ, Διον. Ἁλ. 7. 58· διαφιλονικούμενος, [[πρός]] τινα Πλουτ. Κλεομέν. 4· ἐπ. [[νίκη]], ἀμφισβητούμενη [[νίκη]], ὁ αὐτ. ἐν Φαβ. 3.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />réclamé <i>ou</i> contesté en justice ; <i>fig.</i> [[ἐπίδικος]] [[νίκη]] PLUT victoire contestée, que chaque parti réclame pour soi.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[δίκη]].
}}
}}