συνωριαστής: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_19)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''συνωριαστής''': -οῦ, ὁ, ὁ ἐλαύνων, διοικῶν συνωρίδα, ἁρματηλάταις καὶ συνωριασταῖς Λουκ. ἐν Ζεύξ. 9.
|lstext='''συνωριαστής''': -οῦ, ὁ, ὁ ἐλαύνων, διοικῶν συνωρίδα, ἁρματηλάταις καὶ συνωριασταῖς Λουκ. ἐν Ζεύξ. 9.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />conducteur d’un char à deux chevaux.<br />'''Étymologie:''' [[συνωρίς]].
}}
}}