ἀκοσμέω: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_13b)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀκοσμέω''': μελλ. -ήσω, [[πράττω]] ἄκοσμα, ἀπρεπῆ, μηδὲν ἐν τάξει ποιῶ, [[ἀκολασταίνω]], οἱ ἀκοσμοῦντες, Σοφ. Ἀντ. 730, Φ. 381, Λυσ. 140. 42, Δημ. 729. 7· ἀκ. [[περί]] τι, ἁμαρτάνειν εἴς τι, Πλατ. Νόμ. 764Β.
|lstext='''ἀκοσμέω''': μελλ. -ήσω, [[πράττω]] ἄκοσμα, ἀπρεπῆ, μηδὲν ἐν τάξει ποιῶ, [[ἀκολασταίνω]], οἱ ἀκοσμοῦντες, Σοφ. Ἀντ. 730, Φ. 381, Λυσ. 140. 42, Δημ. 729. 7· ἀκ. [[περί]] τι, ἁμαρτάνειν εἴς τι, Πλατ. Νόμ. 764Β.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />agir de façon à troubler l’ordre, <i>d’où</i><br /><b>1</b> mal agir;<br /><b>2</b> manquer à son devoir;<br /><b>3</b> vivre dans le désordre.<br />'''Étymologie:''' [[ἄκοσμος]].
}}
}}