ἀναπολέω: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_20)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναπολέω''': ποιητ. ἀμπ-, [[κυρίως]], [[ἀναστρέφω]] τὸ [[χῶμα]] δι’ ἀρότρου, [[ἀναστρέφω]] αὐτὸ [[πάλιν]], (τρὶς ἀροτριᾶν τὴν γῆν Ἡσύχ. ἐν λ. ὡραπολεῖν), πρβλ. [[πολέω]], [[ἀναπολίζω]]: [[ἐντεῦθεν]], [[διεξέρχομαι]] ἐκ νέου, [[ἐπαναλαμβάνω]], ἀναθεωρῶ, Λατ. volvere ἤ versare [animo], ταὐτὰ δὲ τρὶς τετράκι τ’ ἀμπολεῖν Πινδ. Ν. 7. 153· δὶς ταὐτὰ βούλει καὶ τρὶς ἀναπολεῖν μ’ ἔπη; Σοφ. Φ. 1238· [[ὅταν]] ... [[αὖθις]] ταύτην ἀναπολήσῃ [μνήμην] Πλάτ. Φίλ. 34Β, «ἀναπολεῖ, ἀναμιμνήσκεται» Σουΐδ. ―«ἀναπολεῖ, μνημονεύει, Λάκωνες» Ἡσύχ.: ― περὶ τροφῆς, ἀναμασῶμαι, «[[μόνος]] ὁ [[θαλάσσιος]] [[σκάρος]] τὴν τροφὴν ἀναπολεῖ, [[ὥσπερ]] καὶ τὰ [[βληχητά]], ἃ δὴ μηρυκᾶται» Αἰλ. παρὰ Σουΐδᾳ (Αἰλ. π. Ζ. 2. 54, [[ἔνθα]] [[ὅμως]] γράφεται ἀναπλέουσαν): ― α΄ ἀόρ. παθ. Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰ. 13. 5, 8.
|lstext='''ἀναπολέω''': ποιητ. ἀμπ-, [[κυρίως]], [[ἀναστρέφω]] τὸ [[χῶμα]] δι’ ἀρότρου, [[ἀναστρέφω]] αὐτὸ [[πάλιν]], (τρὶς ἀροτριᾶν τὴν γῆν Ἡσύχ. ἐν λ. ὡραπολεῖν), πρβλ. [[πολέω]], [[ἀναπολίζω]]: [[ἐντεῦθεν]], [[διεξέρχομαι]] ἐκ νέου, [[ἐπαναλαμβάνω]], ἀναθεωρῶ, Λατ. volvere ἤ versare [animo], ταὐτὰ δὲ τρὶς τετράκι τ’ ἀμπολεῖν Πινδ. Ν. 7. 153· δὶς ταὐτὰ βούλει καὶ τρὶς ἀναπολεῖν μ’ ἔπη; Σοφ. Φ. 1238· [[ὅταν]] ... [[αὖθις]] ταύτην ἀναπολήσῃ [μνήμην] Πλάτ. Φίλ. 34Β, «ἀναπολεῖ, ἀναμιμνήσκεται» Σουΐδ. ―«ἀναπολεῖ, μνημονεύει, Λάκωνες» Ἡσύχ.: ― περὶ τροφῆς, ἀναμασῶμαι, «[[μόνος]] ὁ [[θαλάσσιος]] [[σκάρος]] τὴν τροφὴν ἀναπολεῖ, [[ὥσπερ]] καὶ τὰ [[βληχητά]], ἃ δὴ μηρυκᾶται» Αἰλ. παρὰ Σουΐδᾳ (Αἰλ. π. Ζ. 2. 54, [[ἔνθα]] [[ὅμως]] γράφεται ἀναπλέουσαν): ― α΄ ἀόρ. παθ. Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰ. 13. 5, 8.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> tourner et retourner dans son esprit;<br /><b>2</b> redire, répéter.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[πολέω]].
}}
}}