βαυκός: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_11)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''βαυκός''': -ή, -όν, προσποιούμενος, χαϊδευόμενος, θρυπτόμενος, ὡς τὸ [[τρυφερός]], Ἀραρὼς Καμπ. 2.
|lstext='''βαυκός''': -ή, -όν, προσποιούμενος, χαϊδευόμενος, θρυπτόμενος, ὡς τὸ [[τρυφερός]], Ἀραρὼς Καμπ. 2.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />délicat, dédaigneux, prude.<br />'''Étymologie:''' DELG terme populaire, sans étym.
}}
}}