ἱππηλάσιος: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_4)
(Bailly1_3)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἱππηλάσιος''': -α, -ον, ([[ἐλαύνω]]) ὡς τὸ [[ἱππήλατος]], [[ἁρμόδιος]] πρὸς ἱππασίαν ἢ ἁρματηλασίαν, ἱππ. ὁδός, [[ἁμαξιτός]], Ἰλ. Η. 340, 439.
|lstext='''ἱππηλάσιος''': -α, -ον, ([[ἐλαύνω]]) ὡς τὸ [[ἱππήλατος]], [[ἁρμόδιος]] πρὸς ἱππασίαν ἢ ἁρματηλασίαν, ἱππ. ὁδός, [[ἁμαξιτός]], Ἰλ. Η. 340, 439.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />propre aux courses de char.<br />'''Étymologie:''' [[ἱππήλατος]].
}}
}}