δικελλίτης: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_3)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''δῐκελλίτης''': [λῑ], ου, ὁ, ὁ σκάπτων διὰ δικέλλης, [[σκαφεύς]], Λουκ. Τίμωνι 8.
|lstext='''δῐκελλίτης''': [λῑ], ου, ὁ, ὁ σκάπτων διὰ δικέλλης, [[σκαφεύς]], Λουκ. Τίμωνι 8.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />qui travaille avec le hoyau à deux pointes.<br />'''Étymologie:''' [[δίκελλα]].
}}
}}