ἐπακολουθέω: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_4)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπακολουθέω''': ἀκολουθῶ ἀμέσως ἢ ἐκ τοῦ πλησίον τινά, [[διώκω]], τινι Ἀριστοφ. Σφ. 1328, Πλάτ. Ἀπολ. 23C, κ. ἀλλ.· - ἀπολ. Ἱππ. π. Ἀγμ. 763, Θουκ. 5. 65, κτλ.· καὶ ἅμα ἐδεξιοῦτο αὐτὸν καὶ ἡ χεὶρ τοῦ νεκροῦ ἐπηκολούθησεν (ἐξυπ. τῇ τοῦ Κύρου δεξιᾷ)· ἀπεκέκοπτο γὰρ κοπίδι ὑπὸ τῶν Αἰγυπτίων Ξεν. Κύρ. 7. 3, 8. 2) [[καταδιώκω]] ἐχθρόν, Θουκ. 4. 128, Ξεν. Ἀν. 4. 1, 1, κτλ. 3) παρακολουθῶ διὰ τοῦ νοῦ, νοῶ, [[καταλαμβάνω]], καθ’ ὅσον δυνατὸν μάλιστ’ ἀνθρώπῳ ἐπακολουθῆσαι Πλάτ. Φαίδων 107Β· τοῖς λεγομένοις ὁ αὐτὸς ἐν Νόμοις 861C· τοῖς λέγουσι ὁ αὐτ. ἐν Σοφιστ. 243Α· κάλλιστ’ ἐπακολουθεῖς ὁ αὐτὸς ἐν Νόμοις 936Α, κτλ, 4) [[ἕπομαι]], [[ἤτοι]] [[ὑπακούω]], συμμορφοῦμαί τινι, τοῖς πάθεσι Δημ. 805. 24˙ αὐτῶν τῇ προαιρέσει Φίλιππος παρὰ Δημ. 284. 6˙ ταῖς τῶν ποιητῶν βλασφημίαις ἐπ. Ἰσοκρ. 228D. 5) παρακολουθῶ τι ἢ ἀφοσιοῦμαι εἴς τι, ἀλλ’ [[ἀνάγκη]] τὸν πράττοντα τῷ πραττομένῳ ἐπακολουθεῖν μὴ ἐν παρέργου μέρει Πλάτ. Πολ. 370Β˙ ἐν τέλει.
|lstext='''ἐπακολουθέω''': ἀκολουθῶ ἀμέσως ἢ ἐκ τοῦ πλησίον τινά, [[διώκω]], τινι Ἀριστοφ. Σφ. 1328, Πλάτ. Ἀπολ. 23C, κ. ἀλλ.· - ἀπολ. Ἱππ. π. Ἀγμ. 763, Θουκ. 5. 65, κτλ.· καὶ ἅμα ἐδεξιοῦτο αὐτὸν καὶ ἡ χεὶρ τοῦ νεκροῦ ἐπηκολούθησεν (ἐξυπ. τῇ τοῦ Κύρου δεξιᾷ)· ἀπεκέκοπτο γὰρ κοπίδι ὑπὸ τῶν Αἰγυπτίων Ξεν. Κύρ. 7. 3, 8. 2) [[καταδιώκω]] ἐχθρόν, Θουκ. 4. 128, Ξεν. Ἀν. 4. 1, 1, κτλ. 3) παρακολουθῶ διὰ τοῦ νοῦ, νοῶ, [[καταλαμβάνω]], καθ’ ὅσον δυνατὸν μάλιστ’ ἀνθρώπῳ ἐπακολουθῆσαι Πλάτ. Φαίδων 107Β· τοῖς λεγομένοις ὁ αὐτὸς ἐν Νόμοις 861C· τοῖς λέγουσι ὁ αὐτ. ἐν Σοφιστ. 243Α· κάλλιστ’ ἐπακολουθεῖς ὁ αὐτὸς ἐν Νόμοις 936Α, κτλ, 4) [[ἕπομαι]], [[ἤτοι]] [[ὑπακούω]], συμμορφοῦμαί τινι, τοῖς πάθεσι Δημ. 805. 24˙ αὐτῶν τῇ προαιρέσει Φίλιππος παρὰ Δημ. 284. 6˙ ταῖς τῶν ποιητῶν βλασφημίαις ἐπ. Ἰσοκρ. 228D. 5) παρακολουθῶ τι ἢ ἀφοσιοῦμαι εἴς τι, ἀλλ’ [[ἀνάγκη]] τὸν πράττοντα τῷ πραττομένῳ ἐπακολουθεῖν μὴ ἐν παρέργου μέρει Πλάτ. Πολ. 370Β˙ ἐν τέλει.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>impf.</i> ἐπηκολούθουν;<br /><b>1</b> suivre de près, poursuivre : τινι qqn ; <i>abs.</i> poursuivre l’ennemi;<br /><b>2</b> suivre l’impulsion de qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἀκολουθέω]].
}}
}}