μελιτώδης: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_7)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μελῐτώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] πρὸς [[μέλι]]˙ [[ὡσαύτως]] [[ὄνομα]] τῆς Περσεφόνης, ὡς τὸ Λατ. Mellita, Θεόκρ. 15. 94.
|lstext='''μελῐτώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] πρὸς [[μέλι]]˙ [[ὡσαύτως]] [[ὄνομα]] τῆς Περσεφόνης, ὡς τὸ Λατ. Mellita, Θεόκρ. 15. 94.
}}
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />qui ressemble au miel.<br />'''Étymologie:''' [[μέλι]], -ωδης.
}}
}}