3,274,754
edits
(6_23) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πενία''': Ἰων. -ίη, ἡ, ([[πένομαι]]) τὸ πένεσθαι, ἀνέχεια, [[ἔνδεια]], (ἀλλ’ οὐχὶ [[παντελής]]), κοινῶς «φτώχεια», πενίῃ εἴκων Ὀδ. Ξ. 157· οὐλομένην π. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 715· [[στάσις]] πενίας [[δότειρα]] Πινδ. Ἀποσπ. 228· π. [αὐτοῖς] σύντροφός ἐστι, [[ἀρετὴ]] δὲ ... τὴν πενίην ἀπαμύνεται Ἡρόδ. 7. 102· τῆς πτωχείας πενίαν φαμὲν [[εἶναι]] ἀδελφήν, «διενήνοχε δὲ [[πτωχεία]] πενίας, ὅτι ἡ μὲν [[πενία]] μεμετρημένη ἐστὶν [[ἔνδεια]], πόνῳ τὰ χρειώδη θηρῶσα, ἡ δὲ [[πτωχεία]] παντελὴς τῆς κτήσεως [[ἔκπτωσις]]» (Σχόλ) Ἀριστοφ. Πλ. 549 (ἴδε ἐν λ. [[πένης]])· π. δὲ σοφίαν ἔλαχε διὰ τὸ δυστυχὲς Εὐρ. Ἀποσπ. 642· ἐν πενίᾳ [[εἶναι]], γίγνεσθαι Πλάτ. Ἀπολ. 23C. Πολ. 613Α· π. καὶ [[ἀπορία]] Ἀνδοκ. 18. 42· ― πληθ. πενίαι παρ’ Ἰσοκρ. 185Α, Πλάτ. Πρωτ. 353D, Πολ. 618Α, κτλ. ― Πρβλ. [[πένομαι]]. | |lstext='''πενία''': Ἰων. -ίη, ἡ, ([[πένομαι]]) τὸ πένεσθαι, ἀνέχεια, [[ἔνδεια]], (ἀλλ’ οὐχὶ [[παντελής]]), κοινῶς «φτώχεια», πενίῃ εἴκων Ὀδ. Ξ. 157· οὐλομένην π. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 715· [[στάσις]] πενίας [[δότειρα]] Πινδ. Ἀποσπ. 228· π. [αὐτοῖς] σύντροφός ἐστι, [[ἀρετὴ]] δὲ ... τὴν πενίην ἀπαμύνεται Ἡρόδ. 7. 102· τῆς πτωχείας πενίαν φαμὲν [[εἶναι]] ἀδελφήν, «διενήνοχε δὲ [[πτωχεία]] πενίας, ὅτι ἡ μὲν [[πενία]] μεμετρημένη ἐστὶν [[ἔνδεια]], πόνῳ τὰ χρειώδη θηρῶσα, ἡ δὲ [[πτωχεία]] παντελὴς τῆς κτήσεως [[ἔκπτωσις]]» (Σχόλ) Ἀριστοφ. Πλ. 549 (ἴδε ἐν λ. [[πένης]])· π. δὲ σοφίαν ἔλαχε διὰ τὸ δυστυχὲς Εὐρ. Ἀποσπ. 642· ἐν πενίᾳ [[εἶναι]], γίγνεσθαι Πλάτ. Ἀπολ. 23C. Πολ. 613Α· π. καὶ [[ἀπορία]] Ἀνδοκ. 18. 42· ― πληθ. πενίαι παρ’ Ἰσοκρ. 185Α, Πλάτ. Πρωτ. 353D, Πολ. 618Α, κτλ. ― Πρβλ. [[πένομαι]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />pauvreté, indigence : [[ἐν]] πενίᾳ μυρίᾳ [[εἰμί]] PLAT je suis dans la plus profonde misère ; πενίαν ἀπολείπειν PLUT ne rien laisser après soi.<br />'''Étymologie:''' [[πένης]]. | |||
}} | }} |