ῥύμη: Difference between revisions

559 bytes added ,  9 August 2017
Bailly1_4
(6_9)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ῥύμη''': ἡ, (ῥέω) ἡ [[δύναμις]], ὁρμὴ σώματος ἐν κινήσει εὑρισκομένου, ἡ [[φορά]], Λατιν. impetus, [[ῥύμη]] ἐμπίπτειν, μεθ’ ὁρμῆς, Θουκ. 2. 76, πρβλ. 81· πτερύγων [[ῥύμη]], ἡ ὁρμὴ τῶν πτερύγων, Ἀριστοφ. Εἰρ. 86, πρβλ. Ὄρν. 1182· πότερ’, [[ὅταν]] [[μέλλω]], λέγειν τοι τὴν χύτραν, χύτραν [[λέγω]], ἢ τροχοῦ ῥύμαισι τευκτὸν κοιλοσώματον [[κύτος]], κατασκευασθὲν διὰ τῆς ὁρμητικῆς περιστροφῆς τοῦ τροχοῦ τοῦ κεραμέως, Ἀντιφάνης ἐν «Ἀφροδισίῳ» 1. 2, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 4· ἡ ῥ. τῶν ἵππων Ξεν. Κύρ. 7. 1, 31· ἡ ῥ. τοῦ αἵματος, ἡ ῥοὴ τοῦ αἵματος ἐντὸς τῶν φλεβῶν, Ἱππ. 20. 29· ἡ ῥ. τῆς ἐκκρούσεως Ξεν. Κυν. 10, 12· τῆς ῥ. τῆς ἁλιάδος ὁ [[ψόφος]], ἐπὶ τοῦ ψόφου ὃν παράγει [[πλοῖον]] ἐν κινήσει, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 8, 12· - μεταφορ., εὐτυχεῖ ῥύμῃ θεοῦ Εὐρ. Ρῆσ. 64· ἡ [[ῥύμη]] τῆς τύχης Πλουτ. Καῖσ. 53· ἡ ῥ. τῆς ὀργῆς, κτλ., ἡ [[σφοδρότης]], ὁρμὴ τῆς ὀργῆς, Δημ. 546. 29· πρβλ. Ἰακώψ. ἐις Ἀχιλλ. Τάτ. 462. 2) ἀπολ., [[ὁρμή]], [[ἐπίθεσις]] τῶν στρατιωτῶν, [[ἔφοδος]], Θουκ. 7. 70, Ξεν. Κύρ. 7.1, 31, πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 404· ὑπὸ τοῦ ῥοίβδου καὶ τῆς ῥύμης Ἀριστοφ. Νεφ. 407· πρβλ. [[ὡσαύτως]] [[ῥοῖζος]]. ΙΙ. στενὴ ὁδός, [[στενωπός]], (ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας ἡ [[λέξις]] σῴζεται ἐν Ἀρτάκῃ τῆς Κυζίκου), «ῥύμην οὔ φασι [[δεῖν]] λέγειν, ἀλλὰ στενωπὸν» Α. Β. 113, 5· ὀρθῶς γε τὴν ῥύμην ὁδοιπεπορήκαμεν (διάφ. γραφὴ ὡδοιπορήκαμεν) Φιλιππίδης ἐν «Λακιάδαις» 2· ἐπὶ Ρωμαϊκοῦ στρατοπέδου, Πολύβ. 6. 29, 1· πορεύθητι ἐπὶ τὴν ῥύμην τὴν καλουμένην εὐθεῖαν Πράξ. Ἀποστ. θ΄, 11· ἔσται μὲν Ῥώμη [[ῥύμη]] καὶ [[Δῆλος]] [[ἄδηλος]] Χρησμ. Σιβ. 8. 165.
|lstext='''ῥύμη''': ἡ, (ῥέω) ἡ [[δύναμις]], ὁρμὴ σώματος ἐν κινήσει εὑρισκομένου, ἡ [[φορά]], Λατιν. impetus, [[ῥύμη]] ἐμπίπτειν, μεθ’ ὁρμῆς, Θουκ. 2. 76, πρβλ. 81· πτερύγων [[ῥύμη]], ἡ ὁρμὴ τῶν πτερύγων, Ἀριστοφ. Εἰρ. 86, πρβλ. Ὄρν. 1182· πότερ’, [[ὅταν]] [[μέλλω]], λέγειν τοι τὴν χύτραν, χύτραν [[λέγω]], ἢ τροχοῦ ῥύμαισι τευκτὸν κοιλοσώματον [[κύτος]], κατασκευασθὲν διὰ τῆς ὁρμητικῆς περιστροφῆς τοῦ τροχοῦ τοῦ κεραμέως, Ἀντιφάνης ἐν «Ἀφροδισίῳ» 1. 2, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 4· ἡ ῥ. τῶν ἵππων Ξεν. Κύρ. 7. 1, 31· ἡ ῥ. τοῦ αἵματος, ἡ ῥοὴ τοῦ αἵματος ἐντὸς τῶν φλεβῶν, Ἱππ. 20. 29· ἡ ῥ. τῆς ἐκκρούσεως Ξεν. Κυν. 10, 12· τῆς ῥ. τῆς ἁλιάδος ὁ [[ψόφος]], ἐπὶ τοῦ ψόφου ὃν παράγει [[πλοῖον]] ἐν κινήσει, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 8, 12· - μεταφορ., εὐτυχεῖ ῥύμῃ θεοῦ Εὐρ. Ρῆσ. 64· ἡ [[ῥύμη]] τῆς τύχης Πλουτ. Καῖσ. 53· ἡ ῥ. τῆς ὀργῆς, κτλ., ἡ [[σφοδρότης]], ὁρμὴ τῆς ὀργῆς, Δημ. 546. 29· πρβλ. Ἰακώψ. ἐις Ἀχιλλ. Τάτ. 462. 2) ἀπολ., [[ὁρμή]], [[ἐπίθεσις]] τῶν στρατιωτῶν, [[ἔφοδος]], Θουκ. 7. 70, Ξεν. Κύρ. 7.1, 31, πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 404· ὑπὸ τοῦ ῥοίβδου καὶ τῆς ῥύμης Ἀριστοφ. Νεφ. 407· πρβλ. [[ὡσαύτως]] [[ῥοῖζος]]. ΙΙ. στενὴ ὁδός, [[στενωπός]], (ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας ἡ [[λέξις]] σῴζεται ἐν Ἀρτάκῃ τῆς Κυζίκου), «ῥύμην οὔ φασι [[δεῖν]] λέγειν, ἀλλὰ στενωπὸν» Α. Β. 113, 5· ὀρθῶς γε τὴν ῥύμην ὁδοιπεπορήκαμεν (διάφ. γραφὴ ὡδοιπορήκαμεν) Φιλιππίδης ἐν «Λακιάδαις» 2· ἐπὶ Ρωμαϊκοῦ στρατοπέδου, Πολύβ. 6. 29, 1· πορεύθητι ἐπὶ τὴν ῥύμην τὴν καλουμένην εὐθεῖαν Πράξ. Ἀποστ. θ΄, 11· ἔσται μὲν Ῥώμη [[ῥύμη]] καὶ [[Δῆλος]] [[ἄδηλος]] Χρησμ. Σιβ. 8. 165.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>I.</b> force <i>ou</i> vitesse d’un corps qui se meut, <i>d’où</i> mouvement impétueux, élan, vitesse, impétuosité ; <i>fig., en parl. des passions, de la fortune</i> τῆς τύχης PLUT le cours rapide des événements, les vicissitudes de la fortune;<br /><b>II.</b> ligne tirée <i>ou</i> tracée, <i>d’où</i> :<br /><b>1</b> rue d’une ville, ruelle;<br /><b>2</b> quartier d’un camp romain ; compagnie de quartier.<br />'''Étymologie:''' R. Ῥυ ; cf. [[ἐρύω]] et [[ῥύομαι]].
}}
}}