ἀφάλλομαι: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_23)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀφάλλομαι''': μέλλ. -αλοῦμαι, μετ’ Ἐπικ. ἀορ. ἀπάλμενος Βίων 4. 15· [[ἅλλομαι]], πηδῶ ἀπό τινος, ἐπί τι, [[πήδημα]] κοῦφον ἐκ [[νεώς]] ἀφήλατο, ὅμοιον τῷ [[πήδημα]] πηδᾶν, Αἰσχύλ. Πέρσ. 305· ἐπί τὴν κεφαλὴν τὴν Σωκράτους ἀφήλατο (ἡ [[ψύλλα]]), ἀπεπήδησε καὶ ἐκάθισεν εἰς τὴν κεφ., κτλ., Ἀριστοφ. Νεφ. 147· ἀφ’ ἵππου Πλουτ. Καῖσ. 27. ΙΙ. ἀποπάλλομαι, ἀπό τῶν [[λείων]] Ἀριστ. π. Ψυχ. 2. 8, 11, πρβλ. Νικ. Θ. 906, Ἀνθ. Π. 9. 159· ἀντανακλῶμαι, ἐπὶ φωτός, Πλούτ. 2. 931D.
|lstext='''ἀφάλλομαι''': μέλλ. -αλοῦμαι, μετ’ Ἐπικ. ἀορ. ἀπάλμενος Βίων 4. 15· [[ἅλλομαι]], πηδῶ ἀπό τινος, ἐπί τι, [[πήδημα]] κοῦφον ἐκ [[νεώς]] ἀφήλατο, ὅμοιον τῷ [[πήδημα]] πηδᾶν, Αἰσχύλ. Πέρσ. 305· ἐπί τὴν κεφαλὴν τὴν Σωκράτους ἀφήλατο (ἡ [[ψύλλα]]), ἀπεπήδησε καὶ ἐκάθισεν εἰς τὴν κεφ., κτλ., Ἀριστοφ. Νεφ. 147· ἀφ’ ἵππου Πλουτ. Καῖσ. 27. ΙΙ. ἀποπάλλομαι, ἀπό τῶν [[λείων]] Ἀριστ. π. Ψυχ. 2. 8, 11, πρβλ. Νικ. Θ. 906, Ἀνθ. Π. 9. 159· ἀντανακλῶμαι, ἐπὶ φωτός, Πλούτ. 2. 931D.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> inus., <i>ao.</i> [[ἀφηλάμην]], <i>ao.2</i> [[ἀφηλόμην]], <i>pf. inus.</i><br />sauter <i>ou</i> bondir de, jaillir de, gén. <i>ou</i> [[ἐξ]] <i>ou</i> [[ἀπό]] τινος.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ἅλλομαι]].
}}
}}