3,274,216
edits
(6_9) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀναστολή''': ἡ, ([[ἀναστέλλω]]) τὸ ἀναστέλλειν, ῥίπτειν πρὸς τὰ [[ὀπίσω]], Πλουτ. Πομπ. 2: ‒ πρβλ. Βιγκελμ. 5. 5, 11. 2) ἡ [[ἀπογύμνωσις]] ἕλκους διὰ τῆς ἀνελκύσεως τῆς σαρκός, Ἰατρ. 3) [[καταστολή]], [[περιορισμός]], παθῶν Κλήμ. Ἀλ. 507. | |lstext='''ἀναστολή''': ἡ, ([[ἀναστέλλω]]) τὸ ἀναστέλλειν, ῥίπτειν πρὸς τὰ [[ὀπίσω]], Πλουτ. Πομπ. 2: ‒ πρβλ. Βιγκελμ. 5. 5, 11. 2) ἡ [[ἀπογύμνωσις]] ἕλκους διὰ τῆς ἀνελκύσεως τῆς σαρκός, Ἰατρ. 3) [[καταστολή]], [[περιορισμός]], παθῶν Κλήμ. Ἀλ. 507. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῆς (ἡ) :<br />action de relever (sa chevelure).<br />'''Étymologie:''' [[ἀναστέλλω]]. | |||
}} | }} |