ἀναστολή: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_9)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναστολή''': ἡ, ([[ἀναστέλλω]]) τὸ ἀναστέλλειν, ῥίπτειν πρὸς τὰ [[ὀπίσω]], Πλουτ. Πομπ. 2: ‒ πρβλ. Βιγκελμ. 5. 5, 11. 2) ἡ [[ἀπογύμνωσις]] ἕλκους διὰ τῆς ἀνελκύσεως τῆς σαρκός, Ἰατρ. 3) [[καταστολή]], [[περιορισμός]], παθῶν Κλήμ. Ἀλ. 507.
|lstext='''ἀναστολή''': ἡ, ([[ἀναστέλλω]]) τὸ ἀναστέλλειν, ῥίπτειν πρὸς τὰ [[ὀπίσω]], Πλουτ. Πομπ. 2: ‒ πρβλ. Βιγκελμ. 5. 5, 11. 2) ἡ [[ἀπογύμνωσις]] ἕλκους διὰ τῆς ἀνελκύσεως τῆς σαρκός, Ἰατρ. 3) [[καταστολή]], [[περιορισμός]], παθῶν Κλήμ. Ἀλ. 507.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br />action de relever (sa chevelure).<br />'''Étymologie:''' [[ἀναστέλλω]].
}}
}}