τρίχορδος: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_17)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τρίχορδος''': -ον, ὁ ἔχων [[τρεῖς]] χορδάς, βαρβίτους τριχόρδους... ἐξηρτυόμαν Ἀναξίλ. ἐν «Λυροποιῷ» 2 (ἀλλ’ ἴδε Meineke ἐν τόπῳ)· [[λύρα]] Πλούτ. 2. 1137Β.
|lstext='''τρίχορδος''': -ον, ὁ ἔχων [[τρεῖς]] χορδάς, βαρβίτους τριχόρδους... ἐξηρτυόμαν Ἀναξίλ. ἐν «Λυροποιῷ» 2 (ἀλλ’ ἴδε Meineke ἐν τόπῳ)· [[λύρα]] Πλούτ. 2. 1137Β.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />à trois cordes.<br />'''Étymologie:''' [[τρεῖς]], [[χορδή]].
}}
}}