3,273,617
edits
(6_14) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πύργος''': ὁ, [[μάλιστα]] ὁ ἐπὶ τῶν τειχῶν πόλεως, [[συχν]]. ἐν τῇ Ἰλ., ἐν Ἡσ. Ἀσπ. [[Ἡρακλ]]. 242, Ἡρόδ., κτλ.· - ἐν τῷ πληθ., τὰ τείχη τῆς πόλεως [[μετὰ]] τῶν πύργων αὐτῶν, Ἰλ. Η. 338, πρβλ. 437· [[οὕτως]] ἐν τῷ ἑνικῷ, πόλιος, ἥν πέρι [[πύργος]] ὑψηλὸς Ὀδ. Ζ. 262· [[πέριξ]] δὲ [[πύργος]] εἶχ’ ἔτι πτόλιν Εὐρ. Ἑκ. 1209· πύργους ἐπὶ τῶν γεφυρῶν ἐπιστῆσαι Πλάτ. Κριτί. 116Α. β) κινητὸς [[πύργος]] δι’ οὗ προσέβαλλον ἐχθρικὴν πόλιν, πρῶτον ἐν Ξεν. Κύρ. 6. 1, 53., 6. 2, 18, πρβλ. Πολύβ. 5. 99, 9· - ὁ ἐπὶ τῶν νώτων τῶν ἐλεφάντων [[πύργος]], πρβλ. [[πυργοφόρος]], [[πυργοῦχος]]. 2) μεταφ., ἰσχυρὰ [[ὑπεράσπισις]], ὡς ὁ [[Αἴας]] καλεῖται [[πύργος]] Ἀχαιοῖς, Ὀδ. Λ. 556· ἄνδρες πόλεως π. ἀρήϊος Ἀλκαῖ. 22, πρβλ. Dissen εἰς Πινδ. Ι. 4. 55· [[παῖς]] ἄρσην πατέρ’ ἔχει πύργον μέγαν Εὐρ. Ἄλκ. 311, πρβλ. Μήδ. 369· [[ἅπας]] μοι π. Ἑλλήνων πατρὶς Τραγ. παρὰ Πλουτ. 2. 600F· - θανάτων δ’ ἐμᾷ χώρᾳ π. ἀνέστας, [[ἀμυντήριος]] [[δύναμις]] [[ἐναντίον]] τῶν θανάτων, Σοφ. Ο. Τ. 1201 (ἴδε ἐν λ. ῥῦμα ΙΙ)· πρβλ. [[ἀκρόπολις]] ΙΙ.<br /> 3) τὸ ὕψιστον [[μέρος]] παντὸς οἰκοδομήματος, τὸ πυργοειδὲς ἀνώγειον, [[ὅπερ]] ἐχρησίμευεν ὡς [[οἴκημα]] τῶν γυναικῶν, κωκυτοῦ δ’ ἤκουσε... ἀπὸ πύργου (δηλ. ἡ Ἀνδρομάχη) Ἰλ. Χ. 447 (ἀνωτέρω ἐν στίχ. 440, παρίσταται ὡς ὑφαίνουσα μυχῷ δόμου ὑψηλοῖο), πρβλ. Φ. 526· ὁ [[πύργος]] τῆς Ἡροῦς, τὸ παρ’ Ὁρατίῳ turris ahenea, Μουσαῖ. 32, πρβλ. Ἀνθ. Π. 7. 402· αἱ ἄλλαι θεράπαιναι ἐν τῷ π. ἦσαν, [[οὗπερ]] διαιτῶνται Δημ. 1156. 10 κἑξ., πρβλ. Φιλόστρ. 863· ἡ [[καλύβη]] τοῦ Τίμωνος, Παυσ. 1. 30, 4. ΙΙ. [[μέρος]] στρατοῦ παρατεταγμένου κατὰ συμπεπυκνωμένην φάλαγγα, Ἰλ. Δ. 334, 347· [[ἐντεῦθεν]] [[πυργηδόν]], ὃ ἴδε. 2) παρὰ τοῖς Τηΐοις [[διαίρεσις]] τοῦ λαοῦ, ὡς τὸ [[δῆμος]], Συλλ. Ἐπιγρ. 3064.<br /> ΙΙΙ. ἐν τῇ Λατ. (πρβλ. Ἀνθ. Π. 9. 482), pyrgus ἦν = fritillum, [[θήκη]] τῶν κύβων, ἀφ’ ἧς ἐρριπτον αὐτούς, ἐκλήθη δὲ [[οὕτως]] ἐκ τοῦ σχήματος· πρβλ. [[πυργίσκος]]. (Συγγενὲς τῷ πέργαμος ὃ ἴδε, [[ὡσαύτως]] δὲ τῷ Γερμ. Burg, τῷ Ἄγγλ. burgh, [[ἅπερ]] [[πάλιν]] [[εἶναι]] πιθανῶς συγγενῆ τῷ Γερμ. Berg, ὅρος· ἴδε πλείονα παρὰ τῷ Pott Et. Florsch. 2. 118)· πρβλ. καὶ τὴν Τουρκικ. λ. Bourgaz. | |lstext='''πύργος''': ὁ, [[μάλιστα]] ὁ ἐπὶ τῶν τειχῶν πόλεως, [[συχν]]. ἐν τῇ Ἰλ., ἐν Ἡσ. Ἀσπ. [[Ἡρακλ]]. 242, Ἡρόδ., κτλ.· - ἐν τῷ πληθ., τὰ τείχη τῆς πόλεως [[μετὰ]] τῶν πύργων αὐτῶν, Ἰλ. Η. 338, πρβλ. 437· [[οὕτως]] ἐν τῷ ἑνικῷ, πόλιος, ἥν πέρι [[πύργος]] ὑψηλὸς Ὀδ. Ζ. 262· [[πέριξ]] δὲ [[πύργος]] εἶχ’ ἔτι πτόλιν Εὐρ. Ἑκ. 1209· πύργους ἐπὶ τῶν γεφυρῶν ἐπιστῆσαι Πλάτ. Κριτί. 116Α. β) κινητὸς [[πύργος]] δι’ οὗ προσέβαλλον ἐχθρικὴν πόλιν, πρῶτον ἐν Ξεν. Κύρ. 6. 1, 53., 6. 2, 18, πρβλ. Πολύβ. 5. 99, 9· - ὁ ἐπὶ τῶν νώτων τῶν ἐλεφάντων [[πύργος]], πρβλ. [[πυργοφόρος]], [[πυργοῦχος]]. 2) μεταφ., ἰσχυρὰ [[ὑπεράσπισις]], ὡς ὁ [[Αἴας]] καλεῖται [[πύργος]] Ἀχαιοῖς, Ὀδ. Λ. 556· ἄνδρες πόλεως π. ἀρήϊος Ἀλκαῖ. 22, πρβλ. Dissen εἰς Πινδ. Ι. 4. 55· [[παῖς]] ἄρσην πατέρ’ ἔχει πύργον μέγαν Εὐρ. Ἄλκ. 311, πρβλ. Μήδ. 369· [[ἅπας]] μοι π. Ἑλλήνων πατρὶς Τραγ. παρὰ Πλουτ. 2. 600F· - θανάτων δ’ ἐμᾷ χώρᾳ π. ἀνέστας, [[ἀμυντήριος]] [[δύναμις]] [[ἐναντίον]] τῶν θανάτων, Σοφ. Ο. Τ. 1201 (ἴδε ἐν λ. ῥῦμα ΙΙ)· πρβλ. [[ἀκρόπολις]] ΙΙ.<br /> 3) τὸ ὕψιστον [[μέρος]] παντὸς οἰκοδομήματος, τὸ πυργοειδὲς ἀνώγειον, [[ὅπερ]] ἐχρησίμευεν ὡς [[οἴκημα]] τῶν γυναικῶν, κωκυτοῦ δ’ ἤκουσε... ἀπὸ πύργου (δηλ. ἡ Ἀνδρομάχη) Ἰλ. Χ. 447 (ἀνωτέρω ἐν στίχ. 440, παρίσταται ὡς ὑφαίνουσα μυχῷ δόμου ὑψηλοῖο), πρβλ. Φ. 526· ὁ [[πύργος]] τῆς Ἡροῦς, τὸ παρ’ Ὁρατίῳ turris ahenea, Μουσαῖ. 32, πρβλ. Ἀνθ. Π. 7. 402· αἱ ἄλλαι θεράπαιναι ἐν τῷ π. ἦσαν, [[οὗπερ]] διαιτῶνται Δημ. 1156. 10 κἑξ., πρβλ. Φιλόστρ. 863· ἡ [[καλύβη]] τοῦ Τίμωνος, Παυσ. 1. 30, 4. ΙΙ. [[μέρος]] στρατοῦ παρατεταγμένου κατὰ συμπεπυκνωμένην φάλαγγα, Ἰλ. Δ. 334, 347· [[ἐντεῦθεν]] [[πυργηδόν]], ὃ ἴδε. 2) παρὰ τοῖς Τηΐοις [[διαίρεσις]] τοῦ λαοῦ, ὡς τὸ [[δῆμος]], Συλλ. Ἐπιγρ. 3064.<br /> ΙΙΙ. ἐν τῇ Λατ. (πρβλ. Ἀνθ. Π. 9. 482), pyrgus ἦν = fritillum, [[θήκη]] τῶν κύβων, ἀφ’ ἧς ἐρριπτον αὐτούς, ἐκλήθη δὲ [[οὕτως]] ἐκ τοῦ σχήματος· πρβλ. [[πυργίσκος]]. (Συγγενὲς τῷ πέργαμος ὃ ἴδε, [[ὡσαύτως]] δὲ τῷ Γερμ. Burg, τῷ Ἄγγλ. burgh, [[ἅπερ]] [[πάλιν]] [[εἶναι]] πιθανῶς συγγενῆ τῷ Γερμ. Berg, ὅρος· ἴδε πλείονα παρὰ τῷ Pott Et. Florsch. 2. 118)· πρβλ. καὶ τὴν Τουρκικ. λ. Bourgaz. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> tour ; <i>p. ext.</i> enceinte garnie de tours ; citadelle, rempart;<br /><b>2</b> <i>p. anal.</i> sorte de bataillon carré.<br />'''Étymologie:''' cf. [[Πέργαμον]]. | |||
}} | }} |