3,274,313
edits
(6_18) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χειριδωτός''': -όν, ὁ ἔχων χειρῖδας, «μανίκια», κιθὼν (Ἀττ. χιτὼν) [[χειριδωτός]], [[οἷον]] ἦν παρὰ τοῖς Ἀσιανοῖς, manuleata παρὰ Πλαύτῳ, Ἡρόδ. 7. 61, πρβλ. Φιλόστρ. 804, Ἡρόδ. 5. 3· ἐπὶ τοῦ σχιστοῦ χιτῶνος τῶν Γαλατῶν, Στράβ. 196· πρβλ. [[καρπωτός]]· - πρβλ. καὶ [[ἐξωμίς]]. | |lstext='''χειριδωτός''': -όν, ὁ ἔχων χειρῖδας, «μανίκια», κιθὼν (Ἀττ. χιτὼν) [[χειριδωτός]], [[οἷον]] ἦν παρὰ τοῖς Ἀσιανοῖς, manuleata παρὰ Πλαύτῳ, Ἡρόδ. 7. 61, πρβλ. Φιλόστρ. 804, Ἡρόδ. 5. 3· ἐπὶ τοῦ σχιστοῦ χιτῶνος τῶν Γαλατῶν, Στράβ. 196· πρβλ. [[καρπωτός]]· - πρβλ. καὶ [[ἐξωμίς]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ός, όν :<br />garni de manches.<br />'''Étymologie:''' [[χειρίς]]. | |||
}} | }} |