κώμη: Difference between revisions

159 bytes added ,  9 August 2017
Bailly1_3
(6_9)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κώμη''': ἡ, = Λατ. vicus, [[χωρίον]] ἀτείχιστον ἢ [[πόλις]] ἐπαρχιακή, ἐν ἀντιθέσει πρὸς πόλιν μεγάλην καὶ τετειχισμένην· [[κυρίως]] Δωρ. λέξ., = τῷ Ἀττ. [[δῆμος]] (Ἀριστ. Ποιητ. 3, 6), πρῶτον παρ’ Ἡσιόδ. Ἀσπ. Ἡρ. 18, Ἡροδ. 5. 98· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[πόλις]], Πλάτ. Νόμ. 626C κἑξ.· κατοικῆσθαι κατὰ κώμας, δηλ. οὐχὶ εἰς τετειχεισμένας πόλεις, ἐπὶ τῶν Μήδων, Ἡρόδ. 1. 96· πόλεσιν ἀτειχίστοις καὶ κατὰ κώμας οἰκουμέναις Θουκ. 1. 5· πόλεως… κατὰ κώμας τῷ παλαιῷ τῆς Ἑλλάδος τρόπῳ οἰκισθείσης [[αὐτόθι]] 10· τὸ γὰρ [[ἔθνος]] μέγα μὲν [[εἶναι]] τὸ τῶν Αἰτωλῶν καὶ μάχιμον, οἰκοῦν δὲ κατὰ κώμας ἀτειχίστους ὁ αὐτ. 3. 94· [[οὕτως]] ἡ Μαντίνεια ἠναγκάσθη νὰ διαλυθῇ καὶ οἱ πολῖται νὰ διαιρεθῶσιν εἰς τέσσαρας κώμας, Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 5-7· κατὰ κ. κεχωρισμένοι Ἀριστ. Πολιτ. 2. 2, 3. ΙΙ. [[ὡσαύτως]], ὡς τὸ Λατ. vicus, [[συνοικία]] ἢ διαμέρισμα πόλεως, διελόμενοι τὴν μὲν πόλιν κατὰ κώμας, τὴν δὲ χώραν κατὰ δήμους Ἰσοκρ. 149Α, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 746D. Πρβλ. [[κωμήτης]]. (Πιθ. ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης ἐξ ἧς τὸ [[κεῖμαι]]· πρβλ. Λιθ. kém-as [[χωρίον]], kaim-ýnas [[γείτων]]· Γοτθ. haim-s ([[κώμη]]), Ἀρχ. Σκανδιν. haim-a (Ἀγγλ. home), κτλ.)
|lstext='''κώμη''': ἡ, = Λατ. vicus, [[χωρίον]] ἀτείχιστον ἢ [[πόλις]] ἐπαρχιακή, ἐν ἀντιθέσει πρὸς πόλιν μεγάλην καὶ τετειχισμένην· [[κυρίως]] Δωρ. λέξ., = τῷ Ἀττ. [[δῆμος]] (Ἀριστ. Ποιητ. 3, 6), πρῶτον παρ’ Ἡσιόδ. Ἀσπ. Ἡρ. 18, Ἡροδ. 5. 98· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[πόλις]], Πλάτ. Νόμ. 626C κἑξ.· κατοικῆσθαι κατὰ κώμας, δηλ. οὐχὶ εἰς τετειχεισμένας πόλεις, ἐπὶ τῶν Μήδων, Ἡρόδ. 1. 96· πόλεσιν ἀτειχίστοις καὶ κατὰ κώμας οἰκουμέναις Θουκ. 1. 5· πόλεως… κατὰ κώμας τῷ παλαιῷ τῆς Ἑλλάδος τρόπῳ οἰκισθείσης [[αὐτόθι]] 10· τὸ γὰρ [[ἔθνος]] μέγα μὲν [[εἶναι]] τὸ τῶν Αἰτωλῶν καὶ μάχιμον, οἰκοῦν δὲ κατὰ κώμας ἀτειχίστους ὁ αὐτ. 3. 94· [[οὕτως]] ἡ Μαντίνεια ἠναγκάσθη νὰ διαλυθῇ καὶ οἱ πολῖται νὰ διαιρεθῶσιν εἰς τέσσαρας κώμας, Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 5-7· κατὰ κ. κεχωρισμένοι Ἀριστ. Πολιτ. 2. 2, 3. ΙΙ. [[ὡσαύτως]], ὡς τὸ Λατ. vicus, [[συνοικία]] ἢ διαμέρισμα πόλεως, διελόμενοι τὴν μὲν πόλιν κατὰ κώμας, τὴν δὲ χώραν κατὰ δήμους Ἰσοκρ. 149Α, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 746D. Πρβλ. [[κωμήτης]]. (Πιθ. ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης ἐξ ἧς τὸ [[κεῖμαι]]· πρβλ. Λιθ. kém-as [[χωρίον]], kaim-ýnas [[γείτων]]· Γοτθ. haim-s ([[κώμη]]), Ἀρχ. Σκανδιν. haim-a (Ἀγγλ. home), κτλ.)
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> bourg, village;<br /><b>2</b> quartier d’une ville.<br />'''Étymologie:''' R. Κι ; cf. [[κεῖμαι]].
}}
}}