ὠφέλησις: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_8)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὠφέλησις''': -εως, ἡ, [[βοήθεια]], [[ἐπικουρία]]· [[ὅθεν]] ([[καθόλου]]) ὡς τὸ [[ὠφέλεια]], [[κέρδος]], [[ὄφελος]], Σοφ. Ο. Κ. 402· σοὶ γὰρ ὠφ. οὐκ ἔνι ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 1031.
|lstext='''ὠφέλησις''': -εως, ἡ, [[βοήθεια]], [[ἐπικουρία]]· [[ὅθεν]] ([[καθόλου]]) ὡς τὸ [[ὠφέλεια]], [[κέρδος]], [[ὄφελος]], Σοφ. Ο. Κ. 402· σοὶ γὰρ ὠφ. οὐκ ἔνι ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 1031.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />avantage, utilité.<br />'''Étymologie:''' [[ὠφελέω]].
}}
}}