3,274,216
edits
(6_18) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀθῠρόγλωττος''': -ον, ὁ μὴ δυνάμενος νὰ τηρήσῃ τὸ [[στόμα]] κλειστὸν ἐκ τῆς ἀθυρογλωσσίας (ᾧ γλώσσῃ θύραι οὐκ ἐπίκεινται, Θέογν. 421), ὁ ἔχων [[στόμα]] ἀπύλωτον, ὁ ἀδιακόπως λαλῶν, Εὐρ. Ὀρ. 903. | |lstext='''ἀθῠρόγλωττος''': -ον, ὁ μὴ δυνάμενος νὰ τηρήσῃ τὸ [[στόμα]] κλειστὸν ἐκ τῆς ἀθυρογλωσσίας (ᾧ γλώσσῃ θύραι οὐκ ἐπίκεινται, Θέογν. 421), ὁ ἔχων [[στόμα]] ἀπύλωτον, ὁ ἀδιακόπως λαλῶν, Εὐρ. Ὀρ. 903. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />d’une langue sans frein, bavard impénitent.<br />'''Étymologie:''' [[ἄθυρος]], [[γλῶττα]]. | |||
}} | }} |