ἀκμάζω: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_13b)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀκμάζω''': μέλλ. άσω, ([[ἀκμή]]), εἶμαι ἐν πλήρει ἀκμῇ, εἶμαι εἰς τὸ [[ἄνθος]] τῆς ἡλικίας μου, εἶμαι [[πλήρης]] σφρίγους καὶ δυνάμεως. 1) ἐπὶ προσώπων, Ἡρόδ. 2. 134, Πλάτ. Πρωτ. 335Ε· ἀκμάζειν σώματι, ῥώμῃ, Ξεν. Ἀπομν. 4. 4, 23, Πλάτ. Πολιτικ. 310D, κτλ.: [[οὕτως]] ἐπὶ [[πόλεων]] καὶ κρατῶν, Ἡρόδ. 3. 57., 5. 28· ἀκμ. τὸ [[σῶμα]] ἀπὸ τῶν λ΄ ἐτῶν [[μέχρι]] τοῦ ε΄ καὶ μ΄, Ἀριστ. Ρητ. 2. 14, 4. 2) [[ἀκμάζω]], [[ἰσχύω]] ἢ [[ἐξέχω]] εἴς τι, πλούτῳ, Ἡρόδ. 1. 29· παρασκευῇ πάσῃ, Θουκ. 1. 1· νεότητι, ὁ αὐτ. 2. 20· ἔν τινι, Αἰσχίν. 46. 23. 3) μετ’ ἀπαρεμφ., εἶμαι [[ἀρκούντως]] ἰσχυρὸς [[ὥστε]] νὰ πράξω τι, Ξεν. Ἀν. 3. 1, 25. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, ἀκμάζει ὁ [[πόλεμος]], ἡ [[νόσος]], [[εἶναι]] ἐν τῇ ὑψίστῃ αὑτῆς ὁρμῇ, ἐνεργείᾳ, Ἱππ. Ἀφ. 1245, Θουκ. 3. 3., 2. 49., ἀκμάζον [[θέρος]], [[ὅταν]] ᾖ ἐν τῇ ἀκμῇ αὑτοῦ, ὁ αὐτ. 2. 19· ἐπὶ σίτου, [[ὅταν]] μεστώσῃ καὶ ᾖ ἕτοιμος πρὸς θερισμόν, ὁ αὐτ. 2) [[ὡσαύτως]], [[ἡνίκα]] ... ἀκμάζοι [ὁ [[θυμός]]], [[ὁπότε]] ὁ θυμὸς ἦτο εἰς τὴν ὑψίστην του [[ἀκμήν]], Πλάτ. Τίμ. 70D· ἀκμάζουσα [[ῥώμη]], Ἀντιφῶν 127. 25· ἀκμάζει πάντα ἐπιμελείας δεόμενα, ἀπαιτοῦσι τὴν ὑψίστην ἐπιμέλειαν, Ξεν. Κύρ. 4. 2, 40. 3) ἀπροσώπ., μετ’ ἀπαρεμφ. ἀκμάζει βρετέων ἔχεσθαι, [[εἶναι]] καιρὸς νά ..., Αἰσχύλ. (λυρ.), Θ. 96· νῦν γὰρ ἀκμ. [[Πειθώ]] ... ξυγκαταβῆναι, τώρα [[εἶναι]] καιρὸς δι’ αὐτὴν νά ..., ὁ αὐτ. Χο. 726.
|lstext='''ἀκμάζω''': μέλλ. άσω, ([[ἀκμή]]), εἶμαι ἐν πλήρει ἀκμῇ, εἶμαι εἰς τὸ [[ἄνθος]] τῆς ἡλικίας μου, εἶμαι [[πλήρης]] σφρίγους καὶ δυνάμεως. 1) ἐπὶ προσώπων, Ἡρόδ. 2. 134, Πλάτ. Πρωτ. 335Ε· ἀκμάζειν σώματι, ῥώμῃ, Ξεν. Ἀπομν. 4. 4, 23, Πλάτ. Πολιτικ. 310D, κτλ.: [[οὕτως]] ἐπὶ [[πόλεων]] καὶ κρατῶν, Ἡρόδ. 3. 57., 5. 28· ἀκμ. τὸ [[σῶμα]] ἀπὸ τῶν λ΄ ἐτῶν [[μέχρι]] τοῦ ε΄ καὶ μ΄, Ἀριστ. Ρητ. 2. 14, 4. 2) [[ἀκμάζω]], [[ἰσχύω]] ἢ [[ἐξέχω]] εἴς τι, πλούτῳ, Ἡρόδ. 1. 29· παρασκευῇ πάσῃ, Θουκ. 1. 1· νεότητι, ὁ αὐτ. 2. 20· ἔν τινι, Αἰσχίν. 46. 23. 3) μετ’ ἀπαρεμφ., εἶμαι [[ἀρκούντως]] ἰσχυρὸς [[ὥστε]] νὰ πράξω τι, Ξεν. Ἀν. 3. 1, 25. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, ἀκμάζει ὁ [[πόλεμος]], ἡ [[νόσος]], [[εἶναι]] ἐν τῇ ὑψίστῃ αὑτῆς ὁρμῇ, ἐνεργείᾳ, Ἱππ. Ἀφ. 1245, Θουκ. 3. 3., 2. 49., ἀκμάζον [[θέρος]], [[ὅταν]] ᾖ ἐν τῇ ἀκμῇ αὑτοῦ, ὁ αὐτ. 2. 19· ἐπὶ σίτου, [[ὅταν]] μεστώσῃ καὶ ᾖ ἕτοιμος πρὸς θερισμόν, ὁ αὐτ. 2) [[ὡσαύτως]], [[ἡνίκα]] ... ἀκμάζοι [ὁ [[θυμός]]], [[ὁπότε]] ὁ θυμὸς ἦτο εἰς τὴν ὑψίστην του [[ἀκμήν]], Πλάτ. Τίμ. 70D· ἀκμάζουσα [[ῥώμη]], Ἀντιφῶν 127. 25· ἀκμάζει πάντα ἐπιμελείας δεόμενα, ἀπαιτοῦσι τὴν ὑψίστην ἐπιμέλειαν, Ξεν. Κύρ. 4. 2, 40. 3) ἀπροσώπ., μετ’ ἀπαρεμφ. ἀκμάζει βρετέων ἔχεσθαι, [[εἶναι]] καιρὸς νά ..., Αἰσχύλ. (λυρ.), Θ. 96· νῦν γὰρ ἀκμ. [[Πειθώ]] ... ξυγκαταβῆναι, τώρα [[εἶναι]] καιρὸς δι’ αὐτὴν νά ..., ὁ αὐτ. Χο. 726.
}}
{{bailly
|btext=<i>impf.</i> ἤκμαζον;<br />être au plus haut point, <i>càd</i> dans toute sa force, sa fraîcheur, sa maturité ; ἀκμάζοντος [[τοῦ]] πολέμου THC la guerre étant dans toute sa force ; τὰ πράγματα ἤκμαζε HDT les affaires étaient au plus haut point de prospérité ; ἀ. ἔς [[τι]] THC déployer toutes ses ressources, être ardent pour qch ; avec un inf. XÉN avoir toute la force nécessaire pour faire qch ; • <i>impers.</i> ἀκμάζει il est temps de : ἀκμάζει βρετέων ἔχεσθαι ESCHL le moment est venu d’embrasser les statues (des dieux).<br />'''Étymologie:''' [[ἀκμή]].
}}
}}