Ἀλφιτώ: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_19)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''Ἀλφιτώ''': -όος, συνῃρ. -οῦς, ἡ, ὅμοιον τῷ [[ἀκκώ]], [[φάντασμα]] ἢ [[φόβητρον]] δι’ οὗ αἱ τροφοὶ συνείθιζον νὰ φοβίζωσι τὰ [[παιδία]], Πλούτ. 2. 1040Β.
|lstext='''Ἀλφιτώ''': -όος, συνῃρ. -οῦς, ἡ, ὅμοιον τῷ [[ἀκκώ]], [[φάντασμα]] ἢ [[φόβητρον]] δι’ οὗ αἱ τροφοὶ συνείθιζον νὰ φοβίζωσι τὰ [[παιδία]], Πλούτ. 2. 1040Β.
}}
{{bailly
|btext=οῦς (ἡ) :<br />Alphitô, « l’enfarinée », <i>mannequin de femme pour effrayer les enfants</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἄλφιτον]].<br /><i><b>Par.</b></i> [[Ἀκκώ]].
}}
}}