ἀναστόμωσις: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_8)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναστόμωσις''': -εως, ἡ, [[ἄνοιγμα]], [[ἔξοδος]], [[ἐκβολή]], Πλούτ. 2, 590F, πρβλ. Foës Οἰκ. Ἱππ. ΙΙ. τὸ ὀξύνειν τι, ἡ [[θῆξις]]: μεταφ., ἡ [[ἀκόνησις]] τῆς ὀρέξεως, Ἀθήν. 132F: ‒ [[ἐντεῦθεν]], [[ὡσαύτως]] καὶ ἐπὶ τῆς ἐρεθιστικῆς ἐνεργείας τῶν κοπρισμάτων, Θεοφρ. π. Αἰτ. Φ. 3. 17, 6.
|lstext='''ἀναστόμωσις''': -εως, ἡ, [[ἄνοιγμα]], [[ἔξοδος]], [[ἐκβολή]], Πλούτ. 2, 590F, πρβλ. Foës Οἰκ. Ἱππ. ΙΙ. τὸ ὀξύνειν τι, ἡ [[θῆξις]]: μεταφ., ἡ [[ἀκόνησις]] τῆς ὀρέξεως, Ἀθήν. 132F: ‒ [[ἐντεῦθεν]], [[ὡσαύτως]] καὶ ἐπὶ τῆς ἐρεθιστικῆς ἐνεργείας τῶν κοπρισμάτων, Θεοφρ. π. Αἰτ. Φ. 3. 17, 6.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />embouchure, estuaire.<br />'''Étymologie:''' [[ἀναστομόω]].
}}
}}