3,274,399
edits
(6_20) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀναβαίνω''': παρατ. ἀνέβαινον Ἡρόδ., Λυσ. (πρβλ. βαίνω): μέλλ. -βήσομαι: (περὶ τοῦ ἀορ. α΄ ἴδε κατωτέρω Β): ἀόρ. β΄ ἀνέβην, προστ. ἀνάβηθι, ὑπ. -βῶ, ἀπ. -βῆναι, μετ. -βὰς Ξεν., κτλ.: πρκμ. -βέβηκα: Μέσ., ἀόρ. α΄ -εβησάμην, Ἐπ. γ΄ ἐν. -εβήσετο, ἴδε κατωτέρω Β: - Παθ., ἴδε κατωτέρω ΙΙ. 2. Βαίνω πρὸς τὰ [[ἐπάνω]], [[ἀναβαίνω]] μ. αἰτ. τόπου: οὐρανόν, ὑπερώϊα ἀν., [[ὑπάγω]] [[ἐπάνω]] εἰς τὸν οὐρανόν, εἰς τὰ ὑπερῷα, Ἰλ. Α. 497, Ὀδ. .Σ 301· [[φάτις]] ἀνθρώπους ἀν., ἀναβαίνει, διαδίδεται μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων Ὀδ. Ζ. 29· συχνότερον δὲ [[μετὰ]] ἐμπροθέτου αἰτ., ἀν. ἐς δίφρον Ἰλ. Π. 657· σπαν. ἀν’ ὀρσοθύρην ἀναβ. Ὀδ. Χ. 132· καὶ μεθ’ Ὅμ. συχνότερον [[μετὰ]] τῆς προθέσεως ἐπί, ὡς, ἀναβ. ἐπὶ [[οὔρεα]] Ἡρόδ. 1. 131: - σπανίως [[μετὰ]] δοτ., νεκροῖς ἀναβ., πατῶ ἐπὶ τῶν νεκρῶν, Λατ. mortuis insultare, Ἰλ. Κ. 493: - μ. αἰτ. συστοίχ., ἀναβ. στόλον, [[ἐξέρχομαι]] εἰς ἐκστρατείαν, Πινδ. Π. 2. 114· ἴδε [[ἀνάβασις]] ΙΙ. ΙΙ. ἰδιαίτεραι χρήσεις τοῦ ῥήματος τούτου: 1) [[ἀναβαίνω]] εἰς [[πλοῖον]], [[ἐπιβαίνω]], [[εἰσέρχομαι]] εἰς [[πλοῖον]], Λατ. conscendere, παρ’ Ὁμ. ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ ἀπολύτως· ἐς Τροίην ἀναβ., εἰσέρχεσθαι εἰς [[πλοῖον]] διὰ τὴν Τροίαν, Ὀδ. Α. 210· ἀπὸ Κρήτης ἀναβ. Ξ. 252· εἰς ἐλάτην ἀναβ. Ἰλ. Ξ. 287· οὕτω παρ’ Ἡροδ. καὶ Ἀττ.· πρβλ. ἀνὰ Α, [[ἀναβιβάζω]]: 2) [[ἀναβαίνω]] ἐπὶ ἵππου (πρβλ. [[ἀναβάτης]]), ἀν. ἐφ’ ἵππον Ξεν. Κύρ. 4. 1, 7. πρβλ. 7. 1, 3· ἀπολ., ἀναβεβηκώς, ἱππεύσας, ὁ αὐτ.· [[οὕτως]] ἐν τῇ φράσει, ἀναβάντας δ’ ἐφ’ ἵππων ἐλάσαι, τὸ ἀναβάντες πρέπει να ληφθῇ ἀπολύτως, ὁ αὐτὸς Κύρ. 3. 3, 27· ἀν. ἐπὶ τροχόν, [[ἀναβαίνω]] τὸν τροχὸν τοῦ βασανιστηρίου, Ἀντιφῶν 134. 11. β) μετ’ αἰτ. ἀν. ἵππον, [[ἐπιβαίνω]] ἵππου, Θεοπόμπ. Ἱστ. 2: - Παθ., [[[ἵππος]]] ὁ [[μήπω]] ἀναβαινόμενος, ἐφ’ ὃν ἀκόμη δὲν ἔχει ἀναβῇ τις, Ξεν. Ἱππ. 1. 1· ἀναβαθείς, [[ὅταν]] τις ἀναβῇ ἐπ’ αὐτόν, [[αὐτόθι]] 3. 4· ἐν ἵππῳ ἀναβεβαμένῳ, ἔχοντι τὸν ἱππέα ἐπὶ τῶν νώτων, ὁ αὐτ. Ἱππαρχ. 3. 4, πρβλ. 1. 4. 3) ἐπὶ πορειῶν κατὰ ξηράν, [[ἀναβαίνω]] ἐκ τῆς παραλίας εἰς τὴν κεντρικὴν Ἀσίαν, Ἡρόδ. 5. 100, Ξεν.· ἀναβ. παρὰ βασιλέα Πλάτ. Ἀλκ. Ι. 123Β. 4) ἐπὶ ποταμῶν πλημμυρούντων, Ἡρόδ. 2. 13· ἀν. ἐς τὰς ἀρούρας, καταπλημμυρίζω τοὺς ἀγρούς, 1. 193. 5) ἐπὶ ἀναρριχωμένων φυτῶν, [[ἄμπελος]] ἀναβαίνουσα ἐπὶ τὰ δένδρα Ξεν. Οἰκ. 19, 18· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τριχῶν [[κόμης]], ὁ αὐτ. Συμπ. 4. 23. 6) παρ’ Ἀττ., ἀν. ἐπὶ τὸ βῆμα ἢ μόνον ἀναβ., [[ἀνέρχομαι]] εἰς τὸ βῆμα, ἐγείρομαι ἵνα ὁμιλήσω, Λατ. in concionnem ascendere, Δημ. 247. 5., 580, 21., 1461. 22: - [[ἐντεῦθεν]] καὶ ἀν. ἐπὶ ἢ εἰς τὸ [[πλῆθος]], τὸ [[δικαστήριον]], [[ἔρχομαι]] ἐνώπιον τοῦ λαοῦ, [[παρουσιάζομαι]] εἰς τὸ [[δικαστήριον]], Πλάτ. Ἀπολ. 31C, 40Β, Γοργ. 486Β, πρβλ. Ἀριστοφ. Σφ. 963· ἀν. ἐπὶ τὸν ὀκρίβαντα, [[ἀνέρχομαι]] ἐπὶ τῆς σκηνῆς, Πλάτ. Συμπ. 194Β· ἀπολ., ἀνάβαινε Ἀριστοφ. Ἱππ. 149· ἐπὶ μαρτύρων ἐν δικαστηρίῳ, Λυσίας 94. 28. 7) ἐπὶ τοῦ ἄρρενος, [[ἐπιβαίνω]], [[ὀχεύω]], ἵπποι οἱ ἀναβαίνοντες τὰς θηλέας Ἡρόδ. 1. 192, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 317: ἴδε [[ἀναβαδόν]], [[ἀναβάτης]] ΙΙ. ΙΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων καὶ γεγονότων, καταντῶ, τελευτῶ εἴς τι, ὡς τὸ [[ἀποβαίνω]], [[ἐκβαίνω]], Λατ. evenio, Βαλκ. Ἡρόδ. 7. 10, 8· καὶ ἄν τι κακὸν ἀναβαίνῃ ἀφ’ ὧν... πηγάζῃ· ἀλλ’ αἱ νεώτεραι ἐκδ. ἔχουσιν ἀποβαίνῃ, [[ὅπερ]] φαίνεται ὀρθότερον· Ξεν. Ἀθ. Πολ. 2. 17. 2) [[ἔρχομαι]] εἴς τινα ἢ εἴς τι, καταντῶ, ὡς τὸ [[περιέρχομαι]], οὕτω δὴ ἐς Λεωνίδην ἀνέβαινε ἡ [[βασιληΐη]], οὕτω τῷ ὄντι περιήρχετο ἡ βασιλεία εἰς τὸν Λεωνίδαν, Ἡρόδ. 7. 205, πρβλ. 1. 109. IV. [[ὑπάγω]] πρὸς τὰ ἄνω ἢ πρὸς τὰ ἐμπρός· [[ἑπομένως]] προχωρῶ, [[προβαίνω]], ἰδίως ἵνα κάμω λόγον [[περί]] τινος· [[πρός]] τι Ξεν. Ἱππαρχ. 1, 4, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 445C. B. ὁ ἀόρ. ἀνέβησα κεῖται παρὰ ποιηταῖς, ὡς ἀόρ. τοῦ [[ἀναβιβάζω]] [[μετὰ]] σημασ. μεταβατικῆς, [[κάμνω]] τινὰ νὰ ἀναβῇ, ἰδίως δὲ σημαίνει, [[ἐπιβιβάζω]] εἰς [[πλοῖον]], Ἰλ. Α. 144, 308. Πινδ. Π. 4, 340· [[ὡσαύτως]] κατὰ μέσ. ἀόρ. ἀναβησάμενοι Ὀδ. Ο. 475· σπάν. ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, ἄνδρας ἐπὶ καμήλους ἀνέβησε, ἀνεβίβασεν ἄνδρας [[ἐπάνω]] εἰς καμήλους, Ἡρόδ. 1. 80. | |lstext='''ἀναβαίνω''': παρατ. ἀνέβαινον Ἡρόδ., Λυσ. (πρβλ. βαίνω): μέλλ. -βήσομαι: (περὶ τοῦ ἀορ. α΄ ἴδε κατωτέρω Β): ἀόρ. β΄ ἀνέβην, προστ. ἀνάβηθι, ὑπ. -βῶ, ἀπ. -βῆναι, μετ. -βὰς Ξεν., κτλ.: πρκμ. -βέβηκα: Μέσ., ἀόρ. α΄ -εβησάμην, Ἐπ. γ΄ ἐν. -εβήσετο, ἴδε κατωτέρω Β: - Παθ., ἴδε κατωτέρω ΙΙ. 2. Βαίνω πρὸς τὰ [[ἐπάνω]], [[ἀναβαίνω]] μ. αἰτ. τόπου: οὐρανόν, ὑπερώϊα ἀν., [[ὑπάγω]] [[ἐπάνω]] εἰς τὸν οὐρανόν, εἰς τὰ ὑπερῷα, Ἰλ. Α. 497, Ὀδ. .Σ 301· [[φάτις]] ἀνθρώπους ἀν., ἀναβαίνει, διαδίδεται μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων Ὀδ. Ζ. 29· συχνότερον δὲ [[μετὰ]] ἐμπροθέτου αἰτ., ἀν. ἐς δίφρον Ἰλ. Π. 657· σπαν. ἀν’ ὀρσοθύρην ἀναβ. Ὀδ. Χ. 132· καὶ μεθ’ Ὅμ. συχνότερον [[μετὰ]] τῆς προθέσεως ἐπί, ὡς, ἀναβ. ἐπὶ [[οὔρεα]] Ἡρόδ. 1. 131: - σπανίως [[μετὰ]] δοτ., νεκροῖς ἀναβ., πατῶ ἐπὶ τῶν νεκρῶν, Λατ. mortuis insultare, Ἰλ. Κ. 493: - μ. αἰτ. συστοίχ., ἀναβ. στόλον, [[ἐξέρχομαι]] εἰς ἐκστρατείαν, Πινδ. Π. 2. 114· ἴδε [[ἀνάβασις]] ΙΙ. ΙΙ. ἰδιαίτεραι χρήσεις τοῦ ῥήματος τούτου: 1) [[ἀναβαίνω]] εἰς [[πλοῖον]], [[ἐπιβαίνω]], [[εἰσέρχομαι]] εἰς [[πλοῖον]], Λατ. conscendere, παρ’ Ὁμ. ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ ἀπολύτως· ἐς Τροίην ἀναβ., εἰσέρχεσθαι εἰς [[πλοῖον]] διὰ τὴν Τροίαν, Ὀδ. Α. 210· ἀπὸ Κρήτης ἀναβ. Ξ. 252· εἰς ἐλάτην ἀναβ. Ἰλ. Ξ. 287· οὕτω παρ’ Ἡροδ. καὶ Ἀττ.· πρβλ. ἀνὰ Α, [[ἀναβιβάζω]]: 2) [[ἀναβαίνω]] ἐπὶ ἵππου (πρβλ. [[ἀναβάτης]]), ἀν. ἐφ’ ἵππον Ξεν. Κύρ. 4. 1, 7. πρβλ. 7. 1, 3· ἀπολ., ἀναβεβηκώς, ἱππεύσας, ὁ αὐτ.· [[οὕτως]] ἐν τῇ φράσει, ἀναβάντας δ’ ἐφ’ ἵππων ἐλάσαι, τὸ ἀναβάντες πρέπει να ληφθῇ ἀπολύτως, ὁ αὐτὸς Κύρ. 3. 3, 27· ἀν. ἐπὶ τροχόν, [[ἀναβαίνω]] τὸν τροχὸν τοῦ βασανιστηρίου, Ἀντιφῶν 134. 11. β) μετ’ αἰτ. ἀν. ἵππον, [[ἐπιβαίνω]] ἵππου, Θεοπόμπ. Ἱστ. 2: - Παθ., [[[ἵππος]]] ὁ [[μήπω]] ἀναβαινόμενος, ἐφ’ ὃν ἀκόμη δὲν ἔχει ἀναβῇ τις, Ξεν. Ἱππ. 1. 1· ἀναβαθείς, [[ὅταν]] τις ἀναβῇ ἐπ’ αὐτόν, [[αὐτόθι]] 3. 4· ἐν ἵππῳ ἀναβεβαμένῳ, ἔχοντι τὸν ἱππέα ἐπὶ τῶν νώτων, ὁ αὐτ. Ἱππαρχ. 3. 4, πρβλ. 1. 4. 3) ἐπὶ πορειῶν κατὰ ξηράν, [[ἀναβαίνω]] ἐκ τῆς παραλίας εἰς τὴν κεντρικὴν Ἀσίαν, Ἡρόδ. 5. 100, Ξεν.· ἀναβ. παρὰ βασιλέα Πλάτ. Ἀλκ. Ι. 123Β. 4) ἐπὶ ποταμῶν πλημμυρούντων, Ἡρόδ. 2. 13· ἀν. ἐς τὰς ἀρούρας, καταπλημμυρίζω τοὺς ἀγρούς, 1. 193. 5) ἐπὶ ἀναρριχωμένων φυτῶν, [[ἄμπελος]] ἀναβαίνουσα ἐπὶ τὰ δένδρα Ξεν. Οἰκ. 19, 18· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τριχῶν [[κόμης]], ὁ αὐτ. Συμπ. 4. 23. 6) παρ’ Ἀττ., ἀν. ἐπὶ τὸ βῆμα ἢ μόνον ἀναβ., [[ἀνέρχομαι]] εἰς τὸ βῆμα, ἐγείρομαι ἵνα ὁμιλήσω, Λατ. in concionnem ascendere, Δημ. 247. 5., 580, 21., 1461. 22: - [[ἐντεῦθεν]] καὶ ἀν. ἐπὶ ἢ εἰς τὸ [[πλῆθος]], τὸ [[δικαστήριον]], [[ἔρχομαι]] ἐνώπιον τοῦ λαοῦ, [[παρουσιάζομαι]] εἰς τὸ [[δικαστήριον]], Πλάτ. Ἀπολ. 31C, 40Β, Γοργ. 486Β, πρβλ. Ἀριστοφ. Σφ. 963· ἀν. ἐπὶ τὸν ὀκρίβαντα, [[ἀνέρχομαι]] ἐπὶ τῆς σκηνῆς, Πλάτ. Συμπ. 194Β· ἀπολ., ἀνάβαινε Ἀριστοφ. Ἱππ. 149· ἐπὶ μαρτύρων ἐν δικαστηρίῳ, Λυσίας 94. 28. 7) ἐπὶ τοῦ ἄρρενος, [[ἐπιβαίνω]], [[ὀχεύω]], ἵπποι οἱ ἀναβαίνοντες τὰς θηλέας Ἡρόδ. 1. 192, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 317: ἴδε [[ἀναβαδόν]], [[ἀναβάτης]] ΙΙ. ΙΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων καὶ γεγονότων, καταντῶ, τελευτῶ εἴς τι, ὡς τὸ [[ἀποβαίνω]], [[ἐκβαίνω]], Λατ. evenio, Βαλκ. Ἡρόδ. 7. 10, 8· καὶ ἄν τι κακὸν ἀναβαίνῃ ἀφ’ ὧν... πηγάζῃ· ἀλλ’ αἱ νεώτεραι ἐκδ. ἔχουσιν ἀποβαίνῃ, [[ὅπερ]] φαίνεται ὀρθότερον· Ξεν. Ἀθ. Πολ. 2. 17. 2) [[ἔρχομαι]] εἴς τινα ἢ εἴς τι, καταντῶ, ὡς τὸ [[περιέρχομαι]], οὕτω δὴ ἐς Λεωνίδην ἀνέβαινε ἡ [[βασιληΐη]], οὕτω τῷ ὄντι περιήρχετο ἡ βασιλεία εἰς τὸν Λεωνίδαν, Ἡρόδ. 7. 205, πρβλ. 1. 109. IV. [[ὑπάγω]] πρὸς τὰ ἄνω ἢ πρὸς τὰ ἐμπρός· [[ἑπομένως]] προχωρῶ, [[προβαίνω]], ἰδίως ἵνα κάμω λόγον [[περί]] τινος· [[πρός]] τι Ξεν. Ἱππαρχ. 1, 4, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 445C. B. ὁ ἀόρ. ἀνέβησα κεῖται παρὰ ποιηταῖς, ὡς ἀόρ. τοῦ [[ἀναβιβάζω]] [[μετὰ]] σημασ. μεταβατικῆς, [[κάμνω]] τινὰ νὰ ἀναβῇ, ἰδίως δὲ σημαίνει, [[ἐπιβιβάζω]] εἰς [[πλοῖον]], Ἰλ. Α. 144, 308. Πινδ. Π. 4, 340· [[ὡσαύτως]] κατὰ μέσ. ἀόρ. ἀναβησάμενοι Ὀδ. Ο. 475· σπάν. ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, ἄνδρας ἐπὶ καμήλους ἀνέβησε, ἀνεβίβασεν ἄνδρας [[ἐπάνω]] εἰς καμήλους, Ἡρόδ. 1. 80. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> ἀναβήσομαι, <i>ao.2</i> [[ἀνέβην]], <i>pf.</i> ἀναβέβηκα;<br /><b>A.</b> <i>intr.</i><br /><b>I.</b> <i>en parl. de pers.</i> monter : οὐρανόν IL vers le ciel ; ὑπερώϊα OD aux appartements d’en haut ; [[ἅρμα]] XÉN, [[ἐς]] δίφρον IL sur un char ; [[ἐς]] θαλάμους OD dans la chambre ; <i>abs.</i> monter au lit ; <i>rar. avec le dat.</i> ἀ. νεκροῖς IL fouler les morts sous ses pieds ; <i>particul.</i><br /><b>1</b> monter à cheval;<br /><b>2</b> monter sur un navire, monter à bord, s’embarquer;<br /><b>3</b> partir pour une expédition à l’intérieur, <i>particul.</i> à l’intérieur de l’Asie ; <i>en gén.</i> remonter dans l’intérieur d’un pays;<br /><b>4</b> (<i>avec ou sans</i> ἐπὶ τὸ [[βῆμα]]) monter à la tribune;<br /><b>II.</b> <i>en parl. de choses</i> :<br /><b>1</b> monter, s’élever;<br /><b>2</b> <i>en parl. d’événements</i> se produire, arriver ; <i>avec idée de succession</i> parvenir à;<br /><b>B.</b> <i>tr. (à l’ao.</i> ἀνέβησα) faire monter : ἄνδρας ἐπὶ καμήλους HDT des hommes sur des chameaux;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀναβαίνομαι (<i>ao. 3ᵉ sg.</i> ἀνεβήσατο) <i>m. sign. tr.</i><br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[βαίνω]]. | |||
}} | }} |