ἀνήθινος: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_11)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνήθινος''': -η, -ον, ὁ ἐξ ἀνήθου κατεσκευασμένος ἢ παρεσκευασμένος, [[στέφανος]] (κατὰ τύπ. ἀνήτ-), [[ἀνήτινος]] ἢ ῥοδόεντα Θεόκρ. 7. 63: - μύρων Διοσκ. 1. 61, πρβλ. Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 1.2.
|lstext='''ἀνήθινος''': -η, -ον, ὁ ἐξ ἀνήθου κατεσκευασμένος ἢ παρεσκευασμένος, [[στέφανος]] (κατὰ τύπ. ἀνήτ-), [[ἀνήτινος]] ἢ ῥοδόεντα Θεόκρ. 7. 63: - μύρων Διοσκ. 1. 61, πρβλ. Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 1.2.
}}
{{bailly
|btext=η, ον :<br /><b>1</b> d’aneth;<br /><b>2</b> parfumé d’aneth.<br />'''Étymologie:''' [[ἄνηθον]].
}}
}}