εὐεστώ: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_20)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐεστώ''': -οῦς, ἡ, (εὖ, [[ἐστώ]], ἴδε ἐν. λ΄ εὖ), καλὴ [[κατάστασις]], [[ἡσυχία]], [[ἠρεμία]], [[εὐτυχία]], ἐν τῇ παρελθούσῃ εὐεστοῖ Ἡρόδ. 1. 85· ἐν εὐ. φίλῃ Αἰσχύλ. Θήβ. 187, Ἀγ. 929· χαίρουσαν εὐεεστοῖ πόλιν Ἀγ. 647· αἰτ. εὐεστὼ Δημόκρ. παρὰ Διογ. Λ. 9. 45. Πρβλ. [[ἐστώ]], ἀεί-, ἀπεστώ. - Πρβλ. καὶ Ἡσύχ.
|lstext='''εὐεστώ''': -οῦς, ἡ, (εὖ, [[ἐστώ]], ἴδε ἐν. λ΄ εὖ), καλὴ [[κατάστασις]], [[ἡσυχία]], [[ἠρεμία]], [[εὐτυχία]], ἐν τῇ παρελθούσῃ εὐεστοῖ Ἡρόδ. 1. 85· ἐν εὐ. φίλῃ Αἰσχύλ. Θήβ. 187, Ἀγ. 929· χαίρουσαν εὐεεστοῖ πόλιν Ἀγ. 647· αἰτ. εὐεστὼ Δημόκρ. παρὰ Διογ. Λ. 9. 45. Πρβλ. [[ἐστώ]], ἀεί-, ἀπεστώ. - Πρβλ. καὶ Ἡσύχ.
}}
{{bailly
|btext=(ἡ) :<br />bon état, bonne situation, prospérité.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἐστώ]].
}}
}}