εὔνομος: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_15)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὔνομος''': -ον, ([[νόμος]]) ὁ ὑπὸ καλοὺς νόμους διατελῶν, [[καλῶς]] κυβερνώμενος, [[πόλις]] Πινδ. Ι. 5 (4). 28· Σκύθαι Αἰσχυλ. Ἀποσπ. 203 (πρβλ. Στράβ. 300)· εὐνόμων ἀνδρῶν, ζώντων ἐν εὐνομίᾳ, Πλάτ. Νόμ. 815Β. 2) ἐπὶ πραγμάτων, [[ἔρανος]] εὐνομώτατος, «δικαιότατος» (Σχόλ.), Πινδ. Ο. 1. 61· [[μοῖρα]] εὔν. = [[εὐνομία]], ὁ αὐτ. Ν. 9. 70. ΙΙ. (νομὴ ἢ νομὸς) ἐπὶ τόπων, καλὸς πρὸς βοσκήν, ἔχων καλὴν βοσκήν, Λόγγος 4. 4.
|lstext='''εὔνομος''': -ον, ([[νόμος]]) ὁ ὑπὸ καλοὺς νόμους διατελῶν, [[καλῶς]] κυβερνώμενος, [[πόλις]] Πινδ. Ι. 5 (4). 28· Σκύθαι Αἰσχυλ. Ἀποσπ. 203 (πρβλ. Στράβ. 300)· εὐνόμων ἀνδρῶν, ζώντων ἐν εὐνομίᾳ, Πλάτ. Νόμ. 815Β. 2) ἐπὶ πραγμάτων, [[ἔρανος]] εὐνομώτατος, «δικαιότατος» (Σχόλ.), Πινδ. Ο. 1. 61· [[μοῖρα]] εὔν. = [[εὐνομία]], ὁ αὐτ. Ν. 9. 70. ΙΙ. (νομὴ ἢ νομὸς) ἐπὶ τόπων, καλὸς πρὸς βοσκήν, ἔχων καλὴν βοσκήν, Λόγγος 4. 4.
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>ος, ον :<br /><b>1</b> régi par de bonnes lois, bien gouverné;<br /><b>2</b> qui observe les lois;<br /><i>Sp.</i> εὐνομώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[νόμος]].
}}
}}