3,274,764
edits
(6_5) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἄνω''': ἀπαρ. ἄνειν, Πλάτ. Κρατ. 415Λ. μετοχ. ἄνων: παρατ. [[ἦνον]], κτλ. (ἴδε κατωτ.): ἀόρ. ἤνεσα, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 491., 1028. 35. Ριζικὸς [[τύπος]] τοῦ [[ἀνύω]], [[ἀνύτω]], [[διανύω]], τελειώνω, [[ἦνον]] ὁδὸν «[[ἐνταῦθα]] τὸ [[ἦνον]] τὸ [[ἁπλῶς]] ἤνυον, ἐτελείουν δηλοῖ» (Εὐστ.), Ὀδ. Γ. 496· οὐτ’ ἂν τι θύων οὔτ’ ἐπισπένδων ἄνοις (ὡς ὁ Dobree ἀντὶ ναοῖς ἢ λάβοις) Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 161· ἀλλ’ οὐδὲν [[ἦνον]] Εὐρ. Ἀνδρ. 1132· [[ταῦτα]]... πρὸς ἀνδρός ἐστ’ ἄνοντος ἐς σωτηρίαν (ὡς τὸ [[ἀνύω]] Ι. 3) Ἀριστοφ. Σφ. 369, [[ἔνθα]] ἴδε Δινδ., ἀρυσσάμενοι... ἤνομεν Ἀνθ. Π. 11. 64· ἄνοις ἀντὶ τοῦ ἀνύοις Φρύν. ἐν Α. Β. 406· ΙΙ. Παθ., [[φθάνω]] εἰς [[τέρμα]], προχωρῶ πρὸς τὸ [[τέλος]] μου, κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ τῆς συντελέσεως περιόδου τινὸς χρονικῆς, [[μάλα]] γὰρ νὺξ ἄνεται, ἡ νὺξ [[ταχέως]] πλησιάζει εἰς τὸ [[τέρμα]] της, «ἀνύεται, τελειοῦται» (Σχόλ.), Ἰλ. Κ. 251· [[ἔτος]] ἀνόμενον, φθίνον, ἀπολεῖπον, Ἡρόδ. 7. 20, πρβλ. 1. 189· [[ἦμαρ]] ἀνόμενον Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 494· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], [[ὅππως]]... [[ἔργον]] [[ἄνοιτο]] Ἰλ. Σ. 473· [[ἤνετο]] τὸ [[ἔργον]] Ἡρόδ. 8. 71· ἀνομένων βημάτων Αἰσχύλ. Χο. 799· [[ὁπόταν]] θήρης... [[ἔργον]] ἄνηται Ὀππ. Ἁλ. 5. 442: - ἀπροσώπ., ἄνεται δὲ πρὸς [[χάριν]] εὐσεβίας ἀνδρῶν λιταῖς, «γράφει δὲ κατ’ ἐνίους Ἀσκληπιάδης [[ἄνευ]] τοῦ σ, λιταί, καὶ οὕτω καθίστησι τὸν λόγον: «πρὸς δὲ τὸ κεχαρισμένον τῇ εὐσεβείᾳ τῶν ἀνδρῶν ἀνύοντες λιταὶ» (Σχόλ.), Πινδ. Ο. 8. 10· πρβλ. [[ἀνύω]], ἐν ἀρχ. [ᾱ Ὅμ., πλὴν ἐν Ἰλ. Σ. 473: [[μετέπειτα]] ἐγένετο κοινόν· πρβλ. Αἰσχύλ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ὀππ. Ἁλ. 5. 442]. | |lstext='''ἄνω''': ἀπαρ. ἄνειν, Πλάτ. Κρατ. 415Λ. μετοχ. ἄνων: παρατ. [[ἦνον]], κτλ. (ἴδε κατωτ.): ἀόρ. ἤνεσα, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 491., 1028. 35. Ριζικὸς [[τύπος]] τοῦ [[ἀνύω]], [[ἀνύτω]], [[διανύω]], τελειώνω, [[ἦνον]] ὁδὸν «[[ἐνταῦθα]] τὸ [[ἦνον]] τὸ [[ἁπλῶς]] ἤνυον, ἐτελείουν δηλοῖ» (Εὐστ.), Ὀδ. Γ. 496· οὐτ’ ἂν τι θύων οὔτ’ ἐπισπένδων ἄνοις (ὡς ὁ Dobree ἀντὶ ναοῖς ἢ λάβοις) Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 161· ἀλλ’ οὐδὲν [[ἦνον]] Εὐρ. Ἀνδρ. 1132· [[ταῦτα]]... πρὸς ἀνδρός ἐστ’ ἄνοντος ἐς σωτηρίαν (ὡς τὸ [[ἀνύω]] Ι. 3) Ἀριστοφ. Σφ. 369, [[ἔνθα]] ἴδε Δινδ., ἀρυσσάμενοι... ἤνομεν Ἀνθ. Π. 11. 64· ἄνοις ἀντὶ τοῦ ἀνύοις Φρύν. ἐν Α. Β. 406· ΙΙ. Παθ., [[φθάνω]] εἰς [[τέρμα]], προχωρῶ πρὸς τὸ [[τέλος]] μου, κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ τῆς συντελέσεως περιόδου τινὸς χρονικῆς, [[μάλα]] γὰρ νὺξ ἄνεται, ἡ νὺξ [[ταχέως]] πλησιάζει εἰς τὸ [[τέρμα]] της, «ἀνύεται, τελειοῦται» (Σχόλ.), Ἰλ. Κ. 251· [[ἔτος]] ἀνόμενον, φθίνον, ἀπολεῖπον, Ἡρόδ. 7. 20, πρβλ. 1. 189· [[ἦμαρ]] ἀνόμενον Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 494· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], [[ὅππως]]... [[ἔργον]] [[ἄνοιτο]] Ἰλ. Σ. 473· [[ἤνετο]] τὸ [[ἔργον]] Ἡρόδ. 8. 71· ἀνομένων βημάτων Αἰσχύλ. Χο. 799· [[ὁπόταν]] θήρης... [[ἔργον]] ἄνηται Ὀππ. Ἁλ. 5. 442: - ἀπροσώπ., ἄνεται δὲ πρὸς [[χάριν]] εὐσεβίας ἀνδρῶν λιταῖς, «γράφει δὲ κατ’ ἐνίους Ἀσκληπιάδης [[ἄνευ]] τοῦ σ, λιταί, καὶ οὕτω καθίστησι τὸν λόγον: «πρὸς δὲ τὸ κεχαρισμένον τῇ εὐσεβείᾳ τῶν ἀνδρῶν ἀνύοντες λιταὶ» (Σχόλ.), Πινδ. Ο. 8. 10· πρβλ. [[ἀνύω]], ἐν ἀρχ. [ᾱ Ὅμ., πλὴν ἐν Ἰλ. Σ. 473: [[μετέπειτα]] ἐγένετο κοινόν· πρβλ. Αἰσχύλ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ὀππ. Ἁλ. 5. 442]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<span class="bld">1</span><i>seul. prés. et impf.</i> [[ἦνον]] ; <i>Pass. seul. prés.</i> [[ἄνομαι]] <i>et impf.</i> ἠνόμην;<br />mener à terme, accomplir, achever, acc..<br />'''Étymologie:''' DELG v. [[ἀνύω]].<br /><span class="bld">2</span><i>adv. et prép.</i><br />en haut :<br /><b>A.</b> <i>adv.</i> <b>I.</b> de bas en haut : λᾶαν [[ἄνω]] [[ὤθεσκε]] OD il poussait sans cesse une pierre de bas en haut ; κονιορτὸς [[ἄνω]] ἐχώρει THC la cendre s’élevait (en épais nuages) ; [[ἄνω]] [[τε]] καὶ [[κάτω]], [[ἄνω]] καὶ [[κάτω]] de bas en haut et de haut en bas, en tout sens ; τὰ μὲν [[ἄνω]] [[κάτω]] τιθέναι, τὰ δὲ [[κάτω]] [[ἄνω]] HDT mettre tout sens dessus dessous, bouleverser tout de fond en comble ; <i>p. anal.</i> :<br /><b>1</b> <i>en parl. de la région du nord</i> ὅσσον [[Λέσβος]] [[ἄνω]] ἐέργει IL tout ce que borne, en remontant vers le nord, l’île de Lesbos;<br /><b>2</b> <i>en parl. de l’intérieur des terres</i> [[ἄνω]] [[ἰέναι]], πορεύεσθαι HDT aller, se diriger vers l’intérieur ; ἡ [[ἄνω]] [[ὁδός]] HDT la route vers l’intérieur;<br /><b>3</b> <i>fig.</i> en remontant, en se reportant plus haut;<br /><b>II.</b> en haut : τὸ [[ἄνω]], τὰ [[ἄνω]] la partie supérieure, le haut ; [[οἱ]] [[ἄνω]] θεοί SOPH les dieux d’en haut ; <i>en parl. de la terre, par opp. aux enfers</i> [[οἱ]] [[ἄνω]] ceux d’en haut, les vivants ; <i>en parl. du nord</i> [[ἄνω]] πρὸς Βορέην HDT en haut vers le nord ; <i>en parl. de l’intérieur des terres</i> τὰ [[ἄνω]] τῆς Ἀσίης HDT, τῆς Λιβύης HDT l’intérieur de l’Asie, de la Libye ; ὁ [[ἄνω]] [[βασιλεύς]] le roi de Perse, le grand roi ; <i>ou</i> le roi de Thrace ; <i>en parl. de la partie haute d’une ville</i> ἡ [[ἄνω]] [[πόλις]] THC la ville haute ; ἡ [[ἄνω]] [[βουλή]] PLUT le tribunal d’en haut, l’aréopage ; <i>avec idée de temps</i> [[οἱ]] [[ἄνω]] χρόνοι LUC les temps anciens;<br /><b>III.</b> au-dessus, par-dessus;<br /><b>B.</b> <i>prép.</i> au-dessus de, <i>gén;<br />Cp.</i> [[ἀνωτέρω]], <i>Sp.</i> [[ἀνωτάτω]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]]. | |||
}} | }} |