διατορεύω: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_6)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διατορεύω''': ἐγχαράττω, [[σκαλίζω]], Σοφ. Ἀποσπ. 295 ([[χωρίον]] ἐφθαρμένον), Πλούτ. 2. 1083Ε (κοινῶς -[[τορνεύω]]), Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 14. 7.
|lstext='''διατορεύω''': ἐγχαράττω, [[σκαλίζω]], Σοφ. Ἀποσπ. 295 ([[χωρίον]] ἐφθαρμένον), Πλούτ. 2. 1083Ε (κοινῶς -[[τορνεύω]]), Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 14. 7.
}}
{{bailly
|btext=ciseler.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[τορεύω]].
}}
}}