κοράσιον: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_22)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κοράσιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[κόρη]], ὡς καὶ νῦν, μικρὰ [[κόρη]], [[παρθένος]], «κορίτσι», [[λέξις]] μεταγενεστέρα, Φιλιππίδ. ἐν Ἀδήλ. 12, Ἀνθ. Π. 9. 39, Ἐπιγραφ. Βοιωτ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 1608f, Ἑβδ., Καιν. Διαθ., κτλ.· πρβλ. Sturz Μακ. Διάλ. σ. 42 κἑξ., Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 74. ᾱ, Ἀνθ. ἔνθ’ ἀνωτ..
|lstext='''κοράσιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[κόρη]], ὡς καὶ νῦν, μικρὰ [[κόρη]], [[παρθένος]], «κορίτσι», [[λέξις]] μεταγενεστέρα, Φιλιππίδ. ἐν Ἀδήλ. 12, Ἀνθ. Π. 9. 39, Ἐπιγραφ. Βοιωτ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 1608f, Ἑβδ., Καιν. Διαθ., κτλ.· πρβλ. Sturz Μακ. Διάλ. σ. 42 κἑξ., Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 74. ᾱ, Ἀνθ. ἔνθ’ ἀνωτ..
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />petite fille.<br />'''Étymologie:''' dim. de [[κόρη]].
}}
}}