θλάω: Difference between revisions

342 bytes added ,  9 August 2017
Bailly1_3
(6_5)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θλάω''': ἀπαρ. θλᾶν, μετοχ. θλῶσα, Γαλην.: γ΄ ἑνικ. παρατ. θλῆ Ἡρώνδ. Μιμιάμβ. 2. 83, ἔθλα (συγκατ-) Μάχων παρ’ Ἀθην. 348F: μέλλ. θλάσω (ἐν-) Ἱππ. 556. 22: ἀόρ. ἔθλᾰσα, Ἐπικ. θλάσσα. ― Παθ., ἐνεστ. θλῆται Ἡρώνδ. Μιμιάμβ. 3. 44: μέλλ. θλασθήσομαι Γαλην.: ἀόρ. ἐθλάσθην, Ἱππ. 873. 2 (ὡς ὁ Littré διορθοῖ ἐν τοῦ Γαλην.): πρκμ. τέθλασμαι (συν-) Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 12, τέθλαγμαι Θεόκρ. 32. 45. Συντρίβω, «σπάνω», «τσακίζω», θλάσσε δὲ οἱ κοτύλην Ἰλ. Ε. 307· ὀστέα δ’ [[εἴσω]] ἔθλασεν Ὀδ. Σ. 97. οὔτ’ ἔρρηξε βαλὼν οὔτ’ ἔθλασε Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 140· ἴδε ἐν λ. οὖς. ― Παθ., Ἀριστ. Προβλ. 9. 4, 3. ([[φλάω]] [[εἶναι]] [[ἕτερος]] [[τύπος]], πρβλ. Θ θ Ι. 2· πρβλ. [[ὡσαύτως]] [[θραύω]]).
|lstext='''θλάω''': ἀπαρ. θλᾶν, μετοχ. θλῶσα, Γαλην.: γ΄ ἑνικ. παρατ. θλῆ Ἡρώνδ. Μιμιάμβ. 2. 83, ἔθλα (συγκατ-) Μάχων παρ’ Ἀθην. 348F: μέλλ. θλάσω (ἐν-) Ἱππ. 556. 22: ἀόρ. ἔθλᾰσα, Ἐπικ. θλάσσα. ― Παθ., ἐνεστ. θλῆται Ἡρώνδ. Μιμιάμβ. 3. 44: μέλλ. θλασθήσομαι Γαλην.: ἀόρ. ἐθλάσθην, Ἱππ. 873. 2 (ὡς ὁ Littré διορθοῖ ἐν τοῦ Γαλην.): πρκμ. τέθλασμαι (συν-) Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 12, τέθλαγμαι Θεόκρ. 32. 45. Συντρίβω, «σπάνω», «τσακίζω», θλάσσε δὲ οἱ κοτύλην Ἰλ. Ε. 307· ὀστέα δ’ [[εἴσω]] ἔθλασεν Ὀδ. Σ. 97. οὔτ’ ἔρρηξε βαλὼν οὔτ’ ἔθλασε Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 140· ἴδε ἐν λ. οὖς. ― Παθ., Ἀριστ. Προβλ. 9. 4, 3. ([[φλάω]] [[εἶναι]] [[ἕτερος]] [[τύπος]], πρβλ. Θ θ Ι. 2· πρβλ. [[ὡσαύτως]] [[θραύω]]).
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> θλάσω, <i>ao.</i> ἔθλασα, <i>pf.</i> τέθλακα;<br /><i>Pass. f.</i> θλασθήσομαι, <i>ao.</i> ἐθλάσθην, <i>pf.</i> τέθλασμαι;<br />meurtrir, froisser, broyer.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. inconnue -- Babiniotis cf. <i>skr.</i> dhrsád « pierre de moulin ».
}}
}}