3,273,724
edits
(6_13b) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐκκομίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, [[κομίζω]] ἔξω, Ἡρόδ. 1. 34., 3. 24, κτλ.· [[κυρίως]] [[κομίζω]] εἰς τόπον ἀσφαλῆ, ὁ αὐτ. 1. 160., 3. 122· ἐκκομίσαι ἄνθρωπον ἐκ τοῦ μέλλοντος γενέσθαι (αὐτῷ) πρήγματος, σῶσαι ἄνθρωπον κτλ., ὁ αὐτ. 3. 43· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ὁ αὐτ. 8. 20, 32, Θουκ. 2. 78· ἐσεκομίσαντο καὶ ἐξεκομίσαντο ἃ ἐβούλοντο, ἐπὶ ἀνθρώπων ἄρτι ἀπαλλαγέντων ἐκ πολιορκίας, Θουκ. 1. 117. 2) ποιῶ ἐκφορὰν νεκροῦ, [[θάπτω]], Λατ. effere, Πολύβ. 35. 6, 2, Πλουτ. Κικ. 42 (ἐν τῷ παθ.), κτλ. 3) ἐκκ. σῖτον, ἐπὶ ἵππου, [[ῥίπτω]] τὴν τροφὴν ἔξω τῆς φάτνης, Ξεν. π. Ἱππ. 4, 2. ΙΙ. [[ὑπομένω]] τι [[μέχρι]] τέλους, τι Εὐρ. Ἀνδρ. 1269. | |lstext='''ἐκκομίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, [[κομίζω]] ἔξω, Ἡρόδ. 1. 34., 3. 24, κτλ.· [[κυρίως]] [[κομίζω]] εἰς τόπον ἀσφαλῆ, ὁ αὐτ. 1. 160., 3. 122· ἐκκομίσαι ἄνθρωπον ἐκ τοῦ μέλλοντος γενέσθαι (αὐτῷ) πρήγματος, σῶσαι ἄνθρωπον κτλ., ὁ αὐτ. 3. 43· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ὁ αὐτ. 8. 20, 32, Θουκ. 2. 78· ἐσεκομίσαντο καὶ ἐξεκομίσαντο ἃ ἐβούλοντο, ἐπὶ ἀνθρώπων ἄρτι ἀπαλλαγέντων ἐκ πολιορκίας, Θουκ. 1. 117. 2) ποιῶ ἐκφορὰν νεκροῦ, [[θάπτω]], Λατ. effere, Πολύβ. 35. 6, 2, Πλουτ. Κικ. 42 (ἐν τῷ παθ.), κτλ. 3) ἐκκ. σῖτον, ἐπὶ ἵππου, [[ῥίπτω]] τὴν τροφὴν ἔξω τῆς φάτνης, Ξεν. π. Ἱππ. 4, 2. ΙΙ. [[ὑπομένω]] τι [[μέχρι]] τέλους, τι Εὐρ. Ἀνδρ. 1269. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> emporter, transporter, enlever, acc.;<br /><b>2</b> emporter hors de, soustraire à : ἔκ τινος <i>ou</i> τινός emporter hors de <i>ou</i> loin de qch ; <i>fig.</i> ἐκκ. τινὰ [[ἐκ]] [[τοῦ]] μέλλοντος γίνεσθαι πρήγματος HDT (il est impossible) de soustraire un homme à la chose qui doit arriver, <i>càd</i> à sa destinée ; <i>abs.</i> ἐμὲ ἐκκομίσας αὐτὸν καὶ χρήματα HDT m’ayant emmené moi et ma fortune;<br /><b>3</b> porter en terre;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἐκκομίζομαι emporter avec soi, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[κομίζω]]. | |||
}} | }} |