3,274,306
edits
(6_17) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀλῐγοχρόνιος''': -ον, καὶ α, ον Ἀνθ. Π. 7. 648, Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπ. 2. 1· - ὁ ὀλίγον χρόνον μόνον ζῶν ἢ διαρκῶν, [[βραχυχρόνιος]], Θέογν. 1014, Μίμνερμ. 5, Ἡρόδ. 1. 38, Πλάτ. Φαίδων 87C, D, Ἀριστ. κλ. ΙΙ. ἐντὸς μικροῦ χρονικοῦ διαστήματος συμβαίνων, [[θάνατος]] Ἱππ. Προγν. 38. | |lstext='''ὀλῐγοχρόνιος''': -ον, καὶ α, ον Ἀνθ. Π. 7. 648, Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπ. 2. 1· - ὁ ὀλίγον χρόνον μόνον ζῶν ἢ διαρκῶν, [[βραχυχρόνιος]], Θέογν. 1014, Μίμνερμ. 5, Ἡρόδ. 1. 38, Πλάτ. Φαίδων 87C, D, Ἀριστ. κλ. ΙΙ. ἐντὸς μικροῦ χρονικοῦ διαστήματος συμβαίνων, [[θάνατος]] Ἱππ. Προγν. 38. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui dure peu, de courte durée.<br />'''Étymologie:''' [[ὀλίγος]], [[χρόνος]]. | |||
}} | }} |