χρυσός: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_19)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χρυσός''': -οῦ, ὁ, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «μάλαμμα», «χρυσάφι», Λατ. aurum· παρ’ Ὁμ., [[τιμήεις]], [[πολύτιμος]] (ἴδε τὰς λέξ.), καὶ περὶ τῆς ἀξίας ἑνὸς ταλάντου χρυσοῦ κατὰ τοὺς Ὁμηρικοὺς χρόνους ἴδε ἐν λ. [[τάλαντον]]· ἦν δὲ ἐν χρήσει ἡ [[λέξις]] ἐν σχέσει πρὸς τοὺς θεούς, πρὸς τὰ ὅπλα αὐτῶν καὶ πρὸς πᾶν ὅ,τι ἀνήκει εἰς αὐτούς, ἴδε [[χρύσεος]], [[χρυσάορος]], [[χρυσηλάκατος]], [[χρυσήνιος]], [[χρυσόθρονος]], [[χρυσοπέδιλος]], [[χρυσόπτερος]], [[χρυσόρραπις]]· συνάπτεται δὲ καὶ μετ’ ἄλλων λέξεων, οἶαι [[χαλκός]], [[σίδηρος]], Ἰλ. Ζ. 48· ἐσθὴς Ὀδ. Ε. 36 χρυσὸν κέρασιν περιχεύας (ἐπὶ θύματος) Κ. 294, Γ. 382, πρβλ. 436 ὡς δ’ ὅτε τις χρυσὸν περιχεύεται ἀργύρῳ Ζ. 232· - οὕτω, χρ. [[δαμασίφρων]] Πινδ. Ο. 13. 111, κλπ.· - χρυσὸς [[κοῖλος]], ὡς τὸ ἄργυρος [[κοῖλος]], χρυσὸς κατειργασμένος εἰς σκεύη, σκεύη ἐκ χρυσοῦ, Λουκ. Πλοῖον ἢ Εὐχ. 20· [[ὡσαύτως]], ἄργυρος καὶ [[χρυσός]], ὡς τὸ Λατ. argentum et aurum, σκεύη χρυσᾶ καὶ ἀργυρᾶ, Heind. Hor. S. t. 1. 4, 28· - χρ. ἄπυρος, [[ἀχώνευτος]], Ἡρόδοτ. 3. 97· [[ἐναντίον]] τοῦ χρ. [[ἄπεφθος]] (χρυσὸς κεχωνευμένος, δεδοκιμασμένος, [[καθαρός]], «λαγάρα»), ὁ αὐτ. 1. 50· χρ. ἐψόμενος Πινδ. Ν. 4. 133· λευκὸς [[χρυσός]], δηλ. χρυσὸς κεκραμένος μετ’ ἀργύρου, Ἡρόδοτ. ἔνθ’ ἀνωτ., ἴδε Schw igd., καὶ πρβλ. [[ἤλεκτρον]]· καθαίρειν χρυσὸν Πλάτ. Πολ. 303· βασανίζειν ἐν πυρὶ ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 413Ε. 2) [[χρυσός]], εἰς δήλωσιν παντὸς πράγματος κατεσκευασμένου ἐκ χρυσοῦ, χρυσὸν αὐτὸς ἔδυνε περὶ χροΐ, «χρυσῆν πανοπλίαν ἐνεδύσατο» (Σχόλ.), δηλ. ὁ Ζεύς, Ἰλ. Θ. 43· ὁ [[Ποσειδῶν]], 13. 25. 3) [[συχν]]. ἐν χρήσει παρὰ ποιηταῖς εἰς δήλωσιν πράγματος ἀγαπητοῦ ἢ πολυτίμου, [[ταῦτα]] μὲν . . κρείσσονα χρυσοῦ .. φωνεῖς Αἰσχύλ. Χο. 372· ὁ χρ. ἦσσον [[κτῆμα]] τοῦ κλάειν ἂν ἦν Σοφ. Ἀποσπ. 501· ὡς χρυσὸς αὐτῷ τάμα .. κακὰ δόξει ποτ’ [[εἶναι]] Εὐρ. Τρῳ. 432· πρβλ. Πινδ. Ο. 1. 2., 3. 76, Πλουτ. Σερτ. 5, καὶ ἴδε [[χρύσεος]] ΙΙΙ. [[χρυσότερος]]: - μεταφ. [[ὡσαύτως]], χρυσὸς ἐπῶν, χρυσᾶ ἔπη, χρυσοῖ λόγοι, Ἀριστοφ. Πλ. 268· χρυσῷ πάττειν τινὰ ὁ αὐτ. ἐν Νεφ. 912, πρβλ. Διον. Ἁλ. π. Ρητορ. 4· ὕειν χρυσόν τινι Πινδ. Ο. 7. 91. (ὁ Κούρτ., ἀρ. 202, παραβάλλει πρὸς τὴν λέξιν ταύτην τὰ Σανσκρ. hir-anam, hir-anyan· Ζενδ. zar-anu, zir-anya· Γοτθικ. gulth ([[ὅθεν]] τὰ Ἀγγλ. gild, gold) Σλαυικ. glat-o· ἀλλ’ [[ἴσως]] ἡ [[λέξις]] αὕτη [[εἶναι]] Σημιτική, πρβλ. Ἑβρ. chârûts, Patt. Et. Forsch. 1. σ. 141). - [ῡ ἐν τῷ χρυσὸς καὶ ἐν πᾶσι τοῖς παραγώγοις, εἰ καὶ οἱ λυρικοὶ ποιηταὶ κατά τινα ἄδειαν συνέστελλον αὐτὸ ἐν τῷ ἐπιθ. [[χρύσεος]], ὃ ἴδε· [[ἅπαξ]] δὲ φέρεται καὶ χρῠσός, ἐν Πινδ. Ν. 7. 115].
|lstext='''χρυσός''': -οῦ, ὁ, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «μάλαμμα», «χρυσάφι», Λατ. aurum· παρ’ Ὁμ., [[τιμήεις]], [[πολύτιμος]] (ἴδε τὰς λέξ.), καὶ περὶ τῆς ἀξίας ἑνὸς ταλάντου χρυσοῦ κατὰ τοὺς Ὁμηρικοὺς χρόνους ἴδε ἐν λ. [[τάλαντον]]· ἦν δὲ ἐν χρήσει ἡ [[λέξις]] ἐν σχέσει πρὸς τοὺς θεούς, πρὸς τὰ ὅπλα αὐτῶν καὶ πρὸς πᾶν ὅ,τι ἀνήκει εἰς αὐτούς, ἴδε [[χρύσεος]], [[χρυσάορος]], [[χρυσηλάκατος]], [[χρυσήνιος]], [[χρυσόθρονος]], [[χρυσοπέδιλος]], [[χρυσόπτερος]], [[χρυσόρραπις]]· συνάπτεται δὲ καὶ μετ’ ἄλλων λέξεων, οἶαι [[χαλκός]], [[σίδηρος]], Ἰλ. Ζ. 48· ἐσθὴς Ὀδ. Ε. 36 χρυσὸν κέρασιν περιχεύας (ἐπὶ θύματος) Κ. 294, Γ. 382, πρβλ. 436 ὡς δ’ ὅτε τις χρυσὸν περιχεύεται ἀργύρῳ Ζ. 232· - οὕτω, χρ. [[δαμασίφρων]] Πινδ. Ο. 13. 111, κλπ.· - χρυσὸς [[κοῖλος]], ὡς τὸ ἄργυρος [[κοῖλος]], χρυσὸς κατειργασμένος εἰς σκεύη, σκεύη ἐκ χρυσοῦ, Λουκ. Πλοῖον ἢ Εὐχ. 20· [[ὡσαύτως]], ἄργυρος καὶ [[χρυσός]], ὡς τὸ Λατ. argentum et aurum, σκεύη χρυσᾶ καὶ ἀργυρᾶ, Heind. Hor. S. t. 1. 4, 28· - χρ. ἄπυρος, [[ἀχώνευτος]], Ἡρόδοτ. 3. 97· [[ἐναντίον]] τοῦ χρ. [[ἄπεφθος]] (χρυσὸς κεχωνευμένος, δεδοκιμασμένος, [[καθαρός]], «λαγάρα»), ὁ αὐτ. 1. 50· χρ. ἐψόμενος Πινδ. Ν. 4. 133· λευκὸς [[χρυσός]], δηλ. χρυσὸς κεκραμένος μετ’ ἀργύρου, Ἡρόδοτ. ἔνθ’ ἀνωτ., ἴδε Schw igd., καὶ πρβλ. [[ἤλεκτρον]]· καθαίρειν χρυσὸν Πλάτ. Πολ. 303· βασανίζειν ἐν πυρὶ ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 413Ε. 2) [[χρυσός]], εἰς δήλωσιν παντὸς πράγματος κατεσκευασμένου ἐκ χρυσοῦ, χρυσὸν αὐτὸς ἔδυνε περὶ χροΐ, «χρυσῆν πανοπλίαν ἐνεδύσατο» (Σχόλ.), δηλ. ὁ Ζεύς, Ἰλ. Θ. 43· ὁ [[Ποσειδῶν]], 13. 25. 3) [[συχν]]. ἐν χρήσει παρὰ ποιηταῖς εἰς δήλωσιν πράγματος ἀγαπητοῦ ἢ πολυτίμου, [[ταῦτα]] μὲν . . κρείσσονα χρυσοῦ .. φωνεῖς Αἰσχύλ. Χο. 372· ὁ χρ. ἦσσον [[κτῆμα]] τοῦ κλάειν ἂν ἦν Σοφ. Ἀποσπ. 501· ὡς χρυσὸς αὐτῷ τάμα .. κακὰ δόξει ποτ’ [[εἶναι]] Εὐρ. Τρῳ. 432· πρβλ. Πινδ. Ο. 1. 2., 3. 76, Πλουτ. Σερτ. 5, καὶ ἴδε [[χρύσεος]] ΙΙΙ. [[χρυσότερος]]: - μεταφ. [[ὡσαύτως]], χρυσὸς ἐπῶν, χρυσᾶ ἔπη, χρυσοῖ λόγοι, Ἀριστοφ. Πλ. 268· χρυσῷ πάττειν τινὰ ὁ αὐτ. ἐν Νεφ. 912, πρβλ. Διον. Ἁλ. π. Ρητορ. 4· ὕειν χρυσόν τινι Πινδ. Ο. 7. 91. (ὁ Κούρτ., ἀρ. 202, παραβάλλει πρὸς τὴν λέξιν ταύτην τὰ Σανσκρ. hir-anam, hir-anyan· Ζενδ. zar-anu, zir-anya· Γοτθικ. gulth ([[ὅθεν]] τὰ Ἀγγλ. gild, gold) Σλαυικ. glat-o· ἀλλ’ [[ἴσως]] ἡ [[λέξις]] αὕτη [[εἶναι]] Σημιτική, πρβλ. Ἑβρ. chârûts, Patt. Et. Forsch. 1. σ. 141). - [ῡ ἐν τῷ χρυσὸς καὶ ἐν πᾶσι τοῖς παραγώγοις, εἰ καὶ οἱ λυρικοὶ ποιηταὶ κατά τινα ἄδειαν συνέστελλον αὐτὸ ἐν τῷ ἐπιθ. [[χρύσεος]], ὃ ἴδε· [[ἅπαξ]] δὲ φέρεται καὶ χρῠσός, ἐν Πινδ. Ν. 7. 115].
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> or, métal précieux : χρυσὸς [[ἄπυρος]] HDT, χρυσὸς [[ἄπεφθος]] HDT or non fondu ; χρυσὸς [[λευκός]] HDT or blanc, <i>càd</i> alliage d’or et d’argent ; χρυσὸς [[κοῖλος]] LUC or ciselé, vaisselle d’or;<br /><b>2</b> objets travaillés en or (ornement <i>ou</i> parure en or, armure d’or <i>ou</i> ornée d’or, coupe d’or, <i>etc.</i>);<br /><b>3</b> tout objet brillant <i>ou</i> précieux comme l’or, toute chose précieuse;<br /><b>4</b> richesse <i>en gén.</i><br />'''Étymologie:''' R. Χαρ &gt; Χρυ, briller.
}}
}}