σκύζα: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_9)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκύζα''': ἡ, (κύω, [[κυέω]]) [[ὀργασμός]], ἐπιθυμία, [[ἀσέλγεια]], Φιλέτ. 32, ἀλλ’ ἴδε Meineke εἰς Κωμικ. Ἀποσπ. 4, σ. 648.
|lstext='''σκύζα''': ἡ, (κύω, [[κυέω]]) [[ὀργασμός]], ἐπιθυμία, [[ἀσέλγεια]], Φιλέτ. 32, ἀλλ’ ἴδε Meineke εἰς Κωμικ. Ἀποσπ. 4, σ. 648.
}}
{{bailly
|btext=(ἡ) :<br />rut.<br />'''Étymologie:''' DELG [[σκύζομαι]] grogner.
}}
}}