3,273,495
edits
(6_18) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπέροπλος''': -ον, ὁ ὑπερηφάνως πεποιθὼς εἰς τὴν δύναμιν τῶν [[ἑαυτοῦ]] ὅπλων, [[ἀπειλητικός]], [[ὑπεροπτικός]], [[θρασύς]], ἀλλ’ [[οὐδέποτε]] ἐπὶ προσώπων παρὰ τοῖς παλαιοτέροις ποιηταῖς· - παρ’ Ὁμήρ. μόνον: ὑπέροπλον εἰπεῖν, ὁμιλεῖν θρασέως, αὐθαδῶς, Ἰλ. Ο. 185, Ρ. 170. παρ’ Ἡσ., [[ἠνορέη]], βίη [[ὑπέροπλος]] Θέογ. 516, 619, 670· ἥβα Πινδ. Π. 6. 48· ἐπὶ προσώπων, [[αὐτόθι]] 9. 24. ΙΙ. [[μέγας]], [[πελώριος]], ἐπὶ ἰχθύων, Ὀππ. Ἁλ. 1. 103, κλπ. ΙΙΙ. ἐπὶ καταστάσεων, [[ὑπερβολικός]], [[τρομερός]], ἄτη Πινδάρ. Ο. 1. 90 μηδὲν μέγα μηδ’ ὑπ. Φωκυλ. Γνωμ. 53. Πρβλ. Buttum. Lexil. ἐν λέξ. [[ὑπερφίαλος]] 9. - Λέξις Ἐπική. (Πιθαν., ὡς ἑρμηνεύεται ἀνωτέρω, ἐκ τοῦ ὑπέρ, ὅπλα, ὡς τὸ [[ὑπέρβιος]] ἐκ τοῦ ὑπέρ, βία). | |lstext='''ὑπέροπλος''': -ον, ὁ ὑπερηφάνως πεποιθὼς εἰς τὴν δύναμιν τῶν [[ἑαυτοῦ]] ὅπλων, [[ἀπειλητικός]], [[ὑπεροπτικός]], [[θρασύς]], ἀλλ’ [[οὐδέποτε]] ἐπὶ προσώπων παρὰ τοῖς παλαιοτέροις ποιηταῖς· - παρ’ Ὁμήρ. μόνον: ὑπέροπλον εἰπεῖν, ὁμιλεῖν θρασέως, αὐθαδῶς, Ἰλ. Ο. 185, Ρ. 170. παρ’ Ἡσ., [[ἠνορέη]], βίη [[ὑπέροπλος]] Θέογ. 516, 619, 670· ἥβα Πινδ. Π. 6. 48· ἐπὶ προσώπων, [[αὐτόθι]] 9. 24. ΙΙ. [[μέγας]], [[πελώριος]], ἐπὶ ἰχθύων, Ὀππ. Ἁλ. 1. 103, κλπ. ΙΙΙ. ἐπὶ καταστάσεων, [[ὑπερβολικός]], [[τρομερός]], ἄτη Πινδάρ. Ο. 1. 90 μηδὲν μέγα μηδ’ ὑπ. Φωκυλ. Γνωμ. 53. Πρβλ. Buttum. Lexil. ἐν λέξ. [[ὑπερφίαλος]] 9. - Λέξις Ἐπική. (Πιθαν., ὡς ἑρμηνεύεται ἀνωτέρω, ἐκ τοῦ ὑπέρ, ὅπλα, ὡς τὸ [[ὑπέρβιος]] ἐκ τοῦ ὑπέρ, βία). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />supérieur par les armes ; <i>en mauv. part</i> fier de la force de ses armes, arrogant, orgueilleux.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[ὅπλον]]. | |||
}} | }} |