εἰδωλολάτρης: Difference between revisions

m
no edit summary
(Bailly1_2)
mNo edit summary
 
(27 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eidololatris
|Transliteration C=eidololatris
|Beta Code=ei)dwlola/trhs
|Beta Code=ei)dwlola/trhs
|Definition=ου, ὁ, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">idol-worshipper, idolater</b>, ib. <span class="bibl">5.10</span>, etc.</span>
|Definition=εἰδωλολάτρου, ὁ, ἡ, [[idol worshipper]], [[idolater]], ib. 5.10, etc.
}}
{{DGE
|dgtxt=εἰδωλολάτρου, ὁ [[idólatra]] μὴ συναναμίγνυσθαι πόρνοις ... καὶ ἅρπαξιν ἢ εἰδωλολάτραις no tratar con fornicadores ... ni con saqueadores o idólatras</i> 1<i>Ep.Cor</i>.5.10, cf. <i>Apoc</i>.21.8, de crist. que consultaban a falsos profetas, Herm.<i>Mand</i>.11.4, μετὰ τελωνῶν καὶ εἰδωλολατρῶν ἀνεκλίθη dicho de Cristo, Manes 92.13, cf. 93.5, identificado con el hombre avaro, Gr.Naz.M.37.883A, εἰδωλολάτρας ... μιμούμενος Amph.<i>Seleuc</i>.205, ἔστιν ἀκάθαρτος ὁ εἰ. Chrys.M.61.154.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0725.png Seite 725]] ὁ, Götzendiener, N. T. u. K. S.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0725.png Seite 725]] ὁ, [[Götzendiener]], [[NT|N.T.]] u. K. S.
}}
{{bailly
|btext=εἰδωλολάτρου (ὁ) :<br />[[idolâtre]].<br />'''Étymologie:''' [[εἴδωλον]], [[λατρεύω]].
}}
{{elru
|elrutext='''εἰδωλολάτρης:''' εἰδωλολάτρου ὁ [[идолопоклонник]] NT.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εἰδωλολάτρης''': -ου, ὁ, ἡ, ὁ λατρεύων, προσκυνῶν εἴδωλα, Ἐπιστ. π. Κορινθ. Α. ε΄, 10, κτλ.
|lstext='''εἰδωλολάτρης''': εἰδωλολάτρου, ὁ, ἡ, ὁ λατρεύων, προσκυνῶν εἴδωλα, Ἐπιστ. π. Κορινθ. Α. ε΄, 10, κτλ.
}}
{{StrongGR
|strgr=from [[εἴδωλον]] and the [[base]] of [[λατρεύω]]; an [[image]]- ([[servant]] or) [[worshipper]] ([[literally]] or [[figuratively]]): idolater.
}}
{{Thayer
|txtha=ἐιδωλολατρου, ὁ ([[εἴδωλον]], and [[λάτρις]] i. e. a [[hireling]], [[servant]], [[slave]]), a [[worshipper]] of false gods, an idolater, (Tertullian idololatres): Prayer of Manasseh, as a [[worshipper]] of Mammon, Winer's Grammar, 100 (94 f)).)
}}
{{grml
|mltxt=ο (θηλ. ειδωλολάτρισσα) (Α [[εἰδωλολάτρης]], ο, η, θηλ. και εἰδωλολάτρις<br />Μ [[εἰδωλολάτρης]], θηλ. εἰδωλολάτρισσα)<br />αυτός που λατρεύει τα είδωλα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>είδωλον</i> <span style="color: red;">+</span> -[[λάτρης]] <span style="color: red;"><</span> [[λάτρον]]. Η λ. [[ειδωλολάτρης]] πρωτοχρησιμοποιήθηκε στην <i>Καινή Διαθήκη</i> παράλληλα με τη λ. [[εθνικός]] για να δηλώσει αυτόν ο [[οποίος]] δεν [[είναι]] [[οπαδός]] μονοθεϊστικής θρησκείας εν αντιθέσει [[προς]] τον χριστιανό και παλαιότερα τον Ιουδαίο. Η λ. [[εθνικός]] [[είναι]] αρχαία και αρχικά δήλωνε αυτόν που ανήκει στο [[έθνος]] [[αλλά]] αργότερα χρησιμοποιήθηκε από τους Ιουδαίους συγγραφείς ως [[χαρακτηρισμός]] για [[κάθε]] μη Ιουδαίο και [[έπειτα]] από τους χριστιανούς για [[κάθε]] μη χριστιανό (<b>βλ.</b> και λ. [[έθνος]]). Μεταξύ τών δύο λέξεων δεν υπάρχει [[σαφής]] [[διάκριση]], [[αλλά]] πιθ. η λ. [[ειδωλολάτρης]] είχε εντονότερα μειωτική [[σημασία]], όπως δείχνει και ο [[σχηματισμός]] της: «αυτός που λατρεύει τα είδωλα, τα ομοιώματα». Στη νέα Ελληνική χρησιμοποιείται [[κυρίως]] η λ. [[ειδωλολάτρης]], από την οποία προήλθαν οι [[ευρέως]] διαδεδομένοι τύποι τών άλλων γλωσσών<br />[[πρβλ]]. λατ. εκκλ. <i>idolatre</i>, αγγλ. <i>idolater</i>, γαλλ. <i>idolatre</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εἰδωλολάτρης:''' εἰδωλολάτρου, ὁ, ἡ ([[λάτρις]]), αυτός που προσκυνά τα είδωλα, [[ειδωλολάτρης]], σε Καινή Διαθήκη
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=εἰδωλο-[[λάτρης]], εἰδωλολάτρου, [[λάτρις]]<br />an [[idol]]-[[worshipper]], idolater, NTest.
}}
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':e„dwlol£trhj 誒多羅-拉特雷士<br />'''詞類次數''':名詞(7)<br />'''原文字根''':覺察 全部-神聖 事奉(者)<br />'''字義溯源''':偶像崇拜者,拜偶像;由([[εἴδωλον]])=偶像)與([[λατρεύω]])=事奉,服伺)組成;其中 ([[εἴδωλον]])出自([[εἶδος]])=觀察), ([[εἶδος]])出自([[οἶδα]])*=看見);而 ([[λατρεύω]])出自([[λατρεύω]])Y*=賤僕)。偶像與神是敵對的,所以拜偶像的不能承受神的國( 林前6:9,10)<br />'''出現次數''':總共(7);林前(4);弗(1);啓(2)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 拜偶像的(7) 林前5:10; 林前5:11; 林前6:9; 林前10:7; 弗5:5; 啓21:8; 啓22:15
}}
}}
{{bailly
{{mantoulidis
|btext=ου () :<br />idolâtre.<br />'''Étymologie:''' [[εἴδωλον]], [[λατρεύω]].
|mantxt=(=πού λατρεύει τά εἴδωλα). Σύνθετο ἀπό τό [[εἴδωλον]] + [[λάτρις]].
}}
{{trml
|trtx====[[idolater]]===
Arabic: وَثَنِيّ, وَثَنِيَّة; Armenian: կռապաշտ; Azerbaijani: bütpərəst; Belarusian: ідалапаклоннік, ідалапаклонніца, балвахвал; Bulgarian: идолопоклонник, идолопоклонница; Catalan: idòlatra; Chinese Mandarin: 偶像崇拜者; Czech: modlář, modloslužebník; Esperanto: idolano; Finnish: epäjumalanpalvoja, kuvainpalvoja; French: [[idolâtre]]; German: [[Götzenanbeter]], [[Götzenanbeterin]], [[Götzendiener]], [[Götzendienerin]]; Greek: [[ειδωλολάτρης]], [[ειδωλολάτρισσα]]; Ancient Greek: [[εἰδωλομανής]], [[εἰδωλολάτρης]], [[εἰδωλολάτρις]], [[εἰδωλόλατρος]], [[εἰδωλιανός]], [[εἰδωλόδουλος]]; Hebrew: עובד כוכבים ומזלות; Hungarian: bálványimádó; Irish: íoltóir, íoladhraitheoir; Italian: [[idolatra]]; Kazakh: пұтпарас, пұтқа табынушы; Kyrgyz: бутпарас; Macedonian: идолопоклоник, идолопоклоничка; Middle English: ydolatrer; Occitan: idolatra; Old English: dēofolġielda; Persian: بت‌پرست; Polish: bałwochwalca, bałwochwalczyni; Romanian: idolatru, idolatră; Russian: [[идолопоклонник]], [[идолопоклонница]]; Slovak: modlár, modlárka, modloslužobník, modloslužobníčka; Spanish: [[idólatra]]; Swedish: avgudadyrkare; Tajik: бутпараст; Turkish: putperest; Turkmen: butparaz; Ukrainian: ідолопоклонник, ідолопоклонниця, ідолові́рець; Uyghur: بۇتپەرەس; Uzbek: butparast
}}
}}